Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ ΨΕΛΝΕΙ


ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ


ͅΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ
ο γλυκός, άγιος γέροντας της Εύβοιας

   Στην Ιερά Μονή Οσίου Δαυίδ του γέροντος, πάνω από τις Ροβιές της Εύβοιας, φτάνεις μέσα από μια μοναδική διαδρομή τυλιγμένη με ολοκάθαρο ζωογόνο οξυγόνο και δυνατό γαλάζιο πινέλο του ουρανού, ανάμεσα από πυκνά πεύκα, μικρολίβαδα και αγριολούλουδα, ένα παραδεισένιο τοπίο, που σε γεμίζει δέος για τον έξοχο Δημιουργό του!
   Αλλά η μεγαλύτερη έκπληξη περίμενε πάντα μέσα! Το τρεχούμενο και άφθονο κρυστάλλινο Αγιονέρι, που ανάβλυσε με θαύμα του Οσίου Δαυίδ, ο πανέμορφος πέτρινος Ιερός Ναός, η εικόνα του επιβλητικού Οσίου με τα πλήθος ευχαριστήρια τάματα ιάσεων, ο τάφος του αγίου Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη και ιδίως το καλοσυνάτο και γλυκό χαμόγελο του μέχρι πρότινος ηγουμένου Γέροντα Κυρίλλου, που κοιμήθηκε στις 30 Μαρτίου 2012 μ.Χ.



ΤΟ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ
   Είχα φτάσει από μακριά, φορτωμένος προβλήματα και ερωτήματα στη Μονή. Μου είχαν πει να ζητήσω το γέροντα Κύριλλο, για τον οποίο πρώτη φορά είχα ακούσει και ποτέ δεν είχα δει μέχρι εκείνη την ώρα…

   Μπήκα στο Ναό και προσκύνησα και αναπάντεχα σαν καλός άγγελος βρέθηκε πλάι μου ο γέροντας. Ταπεινός, απίστευτα φιλικός και πράος! Με το γλυκό του χαμόγελο, πριν προφτάσω να πω οτιδήποτε, με πήρε παράμερα στα στασίδια και μου είπε με το «ν» και με το «σίγμα» αυτό που με απασχολούσε και πιο ακριβώς ήταν το θέλημα του Θεού για να το κάνω!

   Εκείνη την ώρα δεν είχα συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει! Μα μόλις ανακουφισμένος και ανάλαφρος βγήκα από το Μοναστήρι σαν να πετούσα, τότε κατάλαβα το θαύμαστό γεγονός! Ο γέροντας Κύριλλος είχε το διορατικό χάρισμα του Θεού. Έβλεπε μέσα, αλλά και πιο βαθιά από το μέσα, φτάνοντας στην αιτία ιδίως την πνευματική αιτία που προκαλούσε μια κατάσταση… Γιατί σε μια στιγμή, αφού μου είχε εξηγήσει τα πάντα από μόνος του – εγώ κουνούσα μόνο συγκαταβατικά το κεφάλι – με κοίταξε αυτή τη φορά πίσω από τα γυαλιά του, με μια ματιά που θα μου μείνει αξέχαστη, προσδιορίζοντάς μου με ακρίβεια και πολύ διάκριση την πνευματική αιτία της δικής μου τότε ακαταστασίας, από κάτι που είχε γίνει πολλά χρόνια πριν! Έτσι με έλεγξε μεν με πολύ αγάπη αλλά και ευστοχία και αποτελεσματικότητα, γιατί θεράπευσε απευθείας και την αιτία και ταυτόχρονα με το αποτέλεσμα!

  Όσο απομακρυνόμουν από το Μοναστήρι, τόσο το συνειδητοποιούσα και έμενα έκθαμβος! Όταν μάλιστα έφτασα στη γραφική Λίμνη Ευβοίας, όπου και η θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς που έσωσε το χωριό από ολοκαύτωμα των Γερμανών, τότε πια είχα έρθει σε πλήρη συνειδητοποίηση! Ρώτησα αμέσως τότε τη γυναίκα μου, μην τυχόν είχε πάει ποτέ, μην τυχόν είχε πάρει εκείνη ποτέ τηλέφωνο στο Γέροντα και του είχε πει τι με βασάνιζε! Και όμως πως ήταν δυνατόν, αφού ούτε και εκείνη τον γνώριζε, ούτε το Μοναστήρι είχε δει ποτέ σαν νεοφερμένη τότε, ούτε το τηλέφωνο ήξερε, ούτε το να βρεις και να μιλήσεις τον γέροντα στο τηλέφωνο ήταν εύκολο πράγμα! Και εγώ το ότι τον είδα, ήταν από μόνο του θαυμαστό!

   «Ναι σου λέω, ξαναείπα στη σύζυγό μου, μου τα είπε όλα, ό,τι με βασάνιζε, ό,τι με απασχολούσε, χωρίς να προλάβω να βγάλω λέξη»!
   «Πω, πω, πω», έκανε έκπληκτη η γυναίκα μου και ζήτησε να την πάω το γρηγορότερο στη Μονή, να πάρει την ευχή του Γέροντα Κύριλλου, όπως και έγινε!



«ΜΕ ΤΟ ΜΕΛΙ ΠΙΟ ΠΟΛΛΕΣ ΜΥΓΕΣ ΠΙΑΝΕΙΣ»
   Πήγαμε λοιπόν πάλι και μας δέχτηκε εκεί μέσα στον αγαπημένο μας πια Ναό του Μοναστηριού, με τόση αγάπη, με τόση γλυκύτητα, λες και ήταν πατέρας μας, λες και μας γνώριζε από χρόνια! Πράγματι ομόρφυνε τη ζωή μας! Έλυσε εκείνο που μας απασχολούσε και έφερε τέτοια ανακούφιση στις καρδιές μας, μόνο και με την παρουσία του δίπλα μας!

   Μας σταύρωσε με την θαυματουργή κάρα του Οσίου Δαυίδ και συχνά μας έλεγε:
   «Με το μέλι πιο πολλές μύγες πιάνεις»! Θέλοντας να τονίσει πως ο καλός τρόπος και η καλή συμπεριφορά φέρνει καλύτερα αποτελέσματα ακόμα και με τους πιο δύστροπους ή δύσκολους ή νευρικούς ανθρώπους. Κάτι το οποίο θα το καταλάβαινα πολλές φορές αργότερα…
   Και πάλι:
   «Το κακό δε χτυπιέται με το κακό. Το κακό μόνο με το καλό νικιέται! Να το θυμάστε αυτό»…



Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΜΕ ΚΡΑΤΗΣΕ ΣΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ
   Κόντευε να τελειώσει η θητεία μου στην Εύβοια, όταν ξέσπασε μια κρίση με τον Γενικό Διευθυντή της Υπηρεσίας στο νησί, ο οποίος είχε έναν ολίγο αυταρχικό τρόπο διοίκησης κλείνοντας με ευκολία τοπικά τμήματα και μετακινώντας προφορικά υπαλλήλους με ξαφνικές αποσπάσεις προκαλώντας σοβαρά προβλήματα και στο προσωπικό, αλλά και στα ίδια τα χωριά και τους κατοίκους, που μου συμπαραστάθηκαν από την πρώτη στιγμή, με διαμαρτυρίες και ανακοινώσεις και στις τοπικές εφημερίδες… Ο Γενικός όμως ήταν συνηθισμένος να κάνει το δικό του και να μη λογαριάζει τίποτα και κανέναν. Ήμουν πλέον υπ΄ ατμόν και υπό απόλυση, όπως εμμέσως ήδη μου ανακοινωνόταν και καταλάβαινα πια πολύ καλά πόσο σοβαρά είχαν γίνει τα πράγματα… Θυμήθηκα τότε τα λόγια του γέροντα Κυρίλλου: «με το μέλι πιο πολλές μύγες πιάνεις»… Αλλά το μέλι το είχα ξεχάσει και η «μύγα» θα μ’ έτρωγε…
   Πήρα τότε το αυτοκίνητο και ξεκίνησα αμέσως για την Ιερά Μονή Οσίου Δαυίδ. Και ευτυχώς ο Γέροντας ήταν πάλι εκεί στον εσπερινό, στον τόσο πια οικείο και απαραίτητο μου ευλογημένο Ναό.
   - Γέροντα, αυτό κι αυτό του είπα… Φταίω και εγώ βέβαια, γιατί μίλησα λίγο απότομα και φούντωσε…
   - Με το μέλι πιο πολλές μύγες πιάνεις… έκανε με νόημα ο γέροντας, θυμίζοντάς μου τα σοφά λόγια που δεν τα είχα κάνει πράξη, αν και μου τα είχε πει από την πρώτη φορά, σαν να ήξερε
   -Έχετε δίκιο γέροντα, απάντησα κουνώντας το κεφάλι με απόγνωση…Έπρεπε να προσέξω περισσότερο, αλλά τώρα θα με απολύσουν…
   - Ποιος, ο τάδε είναι; με ρώτησε.
   - Αυτός γέροντα, είπα.
   - Μια φορά για ώρες τον περίμενα έξω από το γραφείο του…
   - Εσείς;…
   - Ναι, είχε κλείσει άλλο ένα τμήμα σε ένα χωριό και πήγα να τον παρακαλέσω για λογαριασμό του κόσμου …
   - Κι εγώ τι έπρεπε να κάνω;
   - Έπρεπε να του πεις «ελάτε τώρα κύριε τάδε, εσείς που είστε τόσο καλός και τόσο σας εκτιμούμε όλοι… δεν θα μας το κάνετε αυτό και θα αφήσετε να λειτουργήσει το τμήμα…Με το μέλι πιο πολλές μύγες πιάνεις…
   - Έχετε δίκιο γέροντα… Αλλά τώρα τι θα κάνω; Θα με απολύσουν από ώρα σε ώρα…
   - Μη φοβάσαι, πρόσθεσε. Όλα θα πάνε καλά…

   Μια μεγάλη ανακούφιση ήρθε τότε στην ψυχή μου και γαλήνεψα… Τώρα η υπόθεσή μου θα ήταν στο κομποσκοίνι του Γέροντα Κύριλλου και στους φίλους του, τον Όσιο Δαυίδ, τον Γέροντα Ιάκωβο και τον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο…
   Και πράγματι, η φουρτούνα κόπασε έξαφνα… Και δεν με ενόχλησε ποτέ ξανά ο Γενικός… Ο θυμός και οι απειλές του, η αποφασισμένη απόλυσή μου, σβήστηκαν με μιας! Ήταν πραγματικό θαύμα…
   Αλλά θαύμα ήταν και αυτό που έγινε μέσα μου… Και το Πάσχα - για να ξαλαφρώσω και τη συνείδησή μου - έστειλα και μια ευχητήρια κάρτα στον Γενικό με λίγα συμβολικά λόγια, δίνοντάς του με καλό τρόπο να καταλάβει ότι τότε είχα κάνει απλά, ό,τι θα έκανε και εκείνος στη θέση μου …
   Μετά μάλιστα από καιρό, μια εργασία μου, επιλέχθηκε πρώτη ανάμεσα από όλο τον νομό, από τη …Γενική Διεύθυνση…
   Γιατί πράγματι, όπως μου έμαθε ο Γέροντας Κύριλλος, «με το μέλι πιο πολλές μύγες πιάνεις»…



Ο ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ
   Εκείνον τον καιρό το Μοναστήρι ετοιμαζόταν να αγιογραφήσει ολόκληρο τον Ιερό Ναό και το μάθαμε από τον πάτερ-Γαβριήλ, το δεξί χέρι του Γέροντα και σημερινό πλέον Ηγούμενο… Αποφασίσαμε με τη σύζυγο να κάνουμε τότε και εμείς την εικόνα του Οσίου Ανδρέα του δια Χριστόν σαλού, τον οποίο ευλαβούμασταν πολύ, καθώς ήταν ο Όσιος που έκανε τον σαλό, τον τρελό για αγάπη του Χριστού στην Κωνσταντινούπολη και είχε αξιωθεί να δει την Αγία Σκέπη της Θεοτόκου, οφθαλμοφανώς, σε αγρυπνία, μέσα στον Ναό των Βλαχερνών, αλλά και αξιώθηκε να του δείξει ο Θεός τον ίδιο τον Παράδεισο! Επιπρόσθετα ο Θεός του είχε αποκαλύψει τα μέλλοντα σχετικά με την Πόλη και τον Αντίχριστο, με πολλές λεπτομέρειες με όλα όσα θα συμβούν κατά τόπους και την ανάληψη ακόμη του Τιμίου Σταυρού, ο οποίος και εμποδίζει τον ερχομό του εχθρού…Πρόκειται για ένα βιβλίο-οδηγό επιβίωσης στο πλέον τόσο κοντινό, αυριανό πια μέλλον, που δεν πρέπει να λείπει από κανένα χέρι…
   Όταν μετά από μήνες άρχισαν οι αγιογραφήσεις, το ανέφερα στον Γέροντα Κύριλλο, καθώς συζητούσαμε μόνοι στην αυλή και τότε σταμάτησε και μου είπε:
- Ξέρεις ότι χειροτονήθηκα την ημέρα της εορτής του; (σ.σ. 28 Μαΐου 1971)
  - Στην εορτή του Οσίου Ανδρέα;
  - Ναι…μου είπε και συνέχισε: Κάποτε αναρωτιόμουν τι θέση να έχει στον ουρανό ο Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός… Και μια φωνή μου απάντησε στον ύπνο μου «Καθηγητής εστί»!
  - Πω, πω γέροντα! «Καθηγητής»;
  - Ναι… «Καθηγητής»!



«ΨΟΦΙΑ ΣΚΥΛΙΑ»
   Σε μια άλλη κουβέντα πάνω, εκφράζοντάς του την ευγνωμοσύνη μου για την τόσο πολύτιμη και καθοριστική βοήθειά του σε διάφορες στιγμές της ζωής μου στην Εύβοια, ξεχειλίζοντας από ταπείνωση, είπε:
   «Ε, εμείς ψόφια σκυλιά είμαστε»!...
   Ναι, αυτός ο άγιος γλυκός, πράος, καλοσυνάτος και τόσο φιλικός και προσιτός γέροντας, γεμάτος απλότητα, είχε την μεγάλη αρετή της ταπείνωσης, που είναι η βάση της αγιότητας και χαρακτήριζε τον εαυτό του με τη φράση «ψόφια σκυλιά»…
   Ενώ εμείς, οι αμαθείς και περήφανοι, οι πάντα έτοιμοι για φασαρίες και έριδες, για εγωισμούς και συγκρούσεις, εμείς είμαστε «κάποιοι», είμαστε τελικά τα «λυσσασμένα σκυλιά»… Και εκείνος τα «ψόφια σκυλιά»!...
   Κι ας άκουγα στο χωριό, από τους ίδιους τους ανθρώπους, τόσες και τόσες ιστορίες με θαύματα που τους έγιναν με την ευχή του! Επειδή σε κάθε δύσκολη περίσταση, στον Γέροντα Κύριλλο έτρεχαν… Γιατί «θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού»…



ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΓΙΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ
   Συμβούλευε ο Γέροντας Κύριλλος:
·      Τα ανδρόγυνα πρέπει να είναι μαζί. Σε όλες τις μεταθέσεις πρέπει και η γυναίκα να έρχεται με τον άνδρα. Γιατί όταν ο άνδρας έχει τη γυναίκα του δεν κινδυνεύει… Ο Θεός θέλει τα ανδρόγυνα να είναι μαζί. Όχι χώρια!
·      Να μη βάζετε άλλες γυναίκες στο αυτοκίνητο. Ποτέ να μην είσαστε με μια άλλη γυναίκα μόνοι στο αυτοκίνητο. Ποτέ!
·      Μην κάνετε στους άλλους ή τις άλλες, ό,τι δεν θα θέλατε να κάνουν και οι άλλοι μεθαύριο στα παιδιά σας!



Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΥΙΔ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΚΥΡΙΛΛΟ
   Το πώς κλήθηκε στο Μοναστήρι από τον ίδιο τον Όσιο Δαυίδ ο Γέροντας Κύριλλος, κοσμικός όντας ακόμη τότε, μας το παραθέτει μια μαρτυρία του π. Σταύρου Αναγνώστου, εφημερίου Ιστιαίας Ευβοίας, στην εφημερίδα «Στύλος Ορθοδοξίας», Ιούνιος 2005, που διηγείται πως στις 5 Δεκεμβρίου 1960, παραμονή του Αγίου Νικολάου, όντας ψάλτης στα χωριά Κούλουρη και Μαρούλη Ευβοίας (σ.σ. σημερινά Κούλουρος και Μαρούλι), ξεκίνησε με τη σύζυγό του και το κοριτσάκι τους για την Ιερά Μονή Οσίου Δαυίδ.
   Στο Μοναστήρι συνάντησαν και άλλους προσκυνητές και ανάμεσά τους τον Γέροντα Κύριλλο, που είχε έρθει τότε μαζί με τη μητέρα του, εκμεταλλευόμενος μια άδεια που είχε από τον στρατό, όπου και υπηρετούσε τότε.

   «Ήταν 2:45 π.μ. – διηγείται για εκείνη τη νύχτα ο π. Σταύρος - όταν οι καμπάνες του μοναστηριού άρχισαν να κτυπούν χαρμόσυνα. Πεταχτήκαμε έξω. Κτυπούσαν μόνες τους. Το γεγονός αυτό το εκλάβαμε ως το θαύμα που αναμέναμε. Εισήλθαμε πάλι στον Ναό. 
   Το ρολόι έδειχνε 3:00. Ξαφνικά η ματιά όλων μας επικεντρώθηκε στο πάνω μέρος του τέμπλου. Στο ύψος του μικρού παραθύρου στον λευκό τοίχο παρουσιάστηκε μια σκιά που τράβηξε σαν μαγνήτης την προσοχή μας. Διερωτηθήκαμε, τι προκαλεί αυτή τη μαύρη σκιά στον τοίχο; 
   Τότε είδαμε να προβάλλει το κεφάλι του Οσίου Δαβίδ, με τα λευκά γένια του, όπως ακριβώς είναι στην εικόνα η μορφή του. Φάνηκε ακόμη το πετραχήλι, καθώς και δύο ή τρεις σταυροί από το πετραχήλι! Κουνούσε το κεφάλι του. Στο χέρι του κρατούσε το θυμιατό. Άρχισε να θυμιάζει. Τα κουδουνάκια του θυμιατού ακουγόντουσαν δυνατά. Δάκρυα κατάνυξης πλημμύρισαν τους πάντες. Ικετεύαμε τον Άγιο να μας ελεήσει! Τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα! Ο Άγιος έπαιρνε το θυμιατό στο αριστερό χέρι και με το δεξί ευλογούσε τον κόσμο!
   Ομολογώ ότι το θυμάμαι όσο ζω και δεν θα ξεχάσω ποτέ μου την γλυκύτητα του προσώπου του. Μια γλυκύτητα που αγαλλίαζε την ψυχή μου! 
   Τη στιγμή που ο Άγιος έσκυψε και προσκυνούσε, το κοριτσάκι (σ.σ. ένα κοριτσάκι από το χωριό Αγία Άννα που της φανερωνόταν ο Όσιος) φωνάζει δυνατά:
   - Παναγιά μου! Χριστέ μου! Περνάει ο Χριστός, περνάει η Παναγία, ο Μ. Βασίλειος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Δημήτριος! Ανέφερε πλειάδα Αγίων για αρκετή ώρα. 
   Του λόγου μας διακρίναμε μόνο τον Όσιο Δαβίδ που έκανε αυτή την υπόκλιση. Εξ αυτών που έλεγε το κορίτσι δεν βλέπαμε τίποτε…
   Επί μία ώρα ο Όσιος Δαυίδ παρέμεινε ορατός δια γυμνού οφθαλμού μέσα στον Ναό του!
   - Παιδιά μου ιδού ο Άγιος μας είναι εδώ κοντά μας. Να τον παρακαλείτε να σας βοηθάει πάντα. Ας αρχίσουμε όμως τώρα τον Όρθρο και την Θεία Λειτουργία” (σ.σ. είπε ο Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης). 

   Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας συνομίλησα με τον τότε φαντάρο και φίλο μου και σημερινό Ηγούμενο της Μονής πατέρα Κύριλλο. 
   - Είδες Κώστα- είπα- απόψε τι έγινε;
   - Ναι Σταύρο, ζωντανά πράγματα αυτά, έχω συγκλονισθεί. Όπως βλέπεις είμαι στρατιώτης και αυτή τη στιγμή σου λέω πως όταν απολυθώ θα έλθω κατευθείαν εδώ και δεν θα πάω στο χωριό μου. Γιατί πλέον θέλω να υπηρετήσω τον Άγιο τον οποίο απόψε είδα με τα μάτια μου. Θα μείνω μοναχός στην Ιερά Μονή του Αγίου, διότι όπως είδες και συ τον είδα ζωντανό, τι άλλη απόδειξη θέλω;
   Πράγματι έτσι και έγινε. Όταν απολύθηκε πήγε στο Μοναστήρι. Σήμερα είναι ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Οσίου Δαβίδ.
   Εύχομαι ολόψυχα να είναι πάντα Άξιος, να του δίδουν ο Όσιος Δαβίδ και ο Μακαριστός προκάτοχός του Ιάκωβος, δύναμη, κουράγιο και υγεία για να υπηρετεί τους πιστούς που προστρέχουν σε αυτό το λιμάνι, ώστε να βρουν την γαλήνη της ψυχής τους. 



ΓΕΡΟΝΤΑ ΚΥΡΙΛΛΕ ΠΡΕΣΒΕΥΕ ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ
   Και συμπληρώνουμε εμείς, τώρα που ο άγιος Γέροντάς μας Κύριλλος, είναι μαζί με τον Όσιο Δαυίδ και τον άγιο Γέροντα Ιάκωβο στον ουρανό, να μην μας ξεχάσουν όλους μας και να είναι πλάι στον καθέναν μας αδιάλειπτα, όπως ήταν και εδώ στον κόσμο και καλύτερα πλέον, καθώς δεν υπάρχει πια το εμπόδιο των αναγκών και ασθενειών του σώματος…
   Να γίνουν φρουροί των παιδιών μας, παρακαλώντας τον Θεό να τα δώσει ευσέβεια και πίστη… Γιατί σε αυτά βρίσκει ανάπαυση, αγαλλίαση και προορισμό η ψυχή του ανθρώπου, αλλά και μέλλον η Πατρίδα…
  
   Γέροντα Κύριλλε, γλυκές μας Γέροντα, καλέ μας και στοργικέ μας, σε ευχαριστούμε και σε ευγνωμονούμε για κάθε βοήθεια, κάθε προσευχή, κάθε ευχή σου! Διότι «πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη»!
   Δόξα στον Τριαδικό Θεό που στόλισε τις ημέρες και τη ζωή μας, με ένα τόσο καλό και άγιο παιδί Του! Με τον αγιασμένο Γέροντα Κύριλλο!
  
   Γέροντα Κύριλλε, πρέσβευε υπέρ ημών!

   Την ευχή του να έχουμε! Αμήν!




Γέροντας Ιάκωβος - Είπε ο Γέροντας...

Γέροντας Ιάκωβος - Είπε ο Γέροντας...

undefined

Είπε ο Γέροντας:
- Ένας άνθρωπος ρώτησε. «Εφ' όσο ο πατήρ Ιάκωβος αγαπά το Θεό και τους Αγίους και τον Όσιο Δαβίδ και πιστεύει στα Ιερά Λείψανα και στις Εικόνες και στο Θεό, γιατί ο
Θεός επέτρεψε και πήγε στο Νοσοκομείο και του έκανα σοβαρές εγχειρήσεις»;
- Επέτρεψε ο Θεός για να ταπεινωθώ.

Τον Άγιο Ιωάννη τον Pώσο, ο Γέροντας τακτικά τον επισκεπτόταν, κυρίως πηγαίνοντας για την Αθήνα για τους γιατρούς που τον παρακολουθούσαν.
- Κάποτε πήγα – έλεγε ο γέροντας - και βλέπω τον άγιο ζωντανό μέσα στη λάρνακά του. Του λέω: «Άγιε μου πως περνούσες στη Μικρά Ασία; Τι αρετές είχες και αγίασες;»
Ο Άγιος μου απάντησε. «Μέσα στη σπηλιά που ήταν στάβλος κοιμόμουνα και με τα άχυρα σκεπαζόμουνα τον χειμώνα για να μην κρυώνω. Είχα και την ταπείνωση και την πίστη».
Σε λίγο μου λέει: «Περίμενε, πάτερ Ιάκωβε, γιατί ήρθαν τώρα δυο άνθρωποι και με παρακαλούν για ένα παιδί άρρωστο. Περίμενε να πάω να βοηθήσω». Ξαφνικά άδειασε η
λάρνακα γιατί ο Άγιος έφυγε. Σε λίγη ώρα ξαναγύρισε, δεν τον είδα πως γύρισε, αλλά τον είδα να τακτοποιείται μέσα στη λάρνακα του σαν ένας άνθρωπος.

Στις 15 Ιουλίου 1990, ημέρα Κυριακή, το πρωί, μόλις ο π. Ιάκωβος κατέβηκε από το κελλάκι του στο Ναό για την Θεία Λειτουργία περιέγραφε μέσα στο ιερό με πρόσωπο εκστατικό
σε Πατέρες της Μονής του όσα ο Θείος Ιωάννης ο Ρώσος «πνευματικό τω τρόπω» του είχε πει την νύχτα, που πέρασε – «ο Θεός οίδε» - εμπρός στην Ιερά Λάρνακα με το
αδιαλώβητο σκήνος Του στο Ναό Του στο Προκόπι. «Νομίζουν πως κοιμάμαι, πεθαμένος, είμαι νεκρός και δεν υπολογίζουν οι Χριστιανοί. Εγώ όμως είμαι ζωντανός. Τους πάντες
βλέπω. Το σώμα μου είναι μέσα, αλλά εγώ εξέρχομαι πολλές φορές από την λάρνακα μου. Τρέχω ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους βοηθήσω. Πολύς ο πόνος. Αυτοί δε με
βλέπουν. Εγώ τους βλέπω και τους ακούω τι λένε. Και πάλι μπαίνω στη λάρνακα μου.

Αλλά άκουσε Πάτερ μου να σου πω. Πολλή η αμαρτία στο κόσμο, πολλή η ασέβεια και πολλή η απιστία».
«Γιατί τα λες αυτά Άγιε μου»; Του απάντησα. «Δε βλέπεις πόσος κόσμος έρχεται στη χάρη σου και σε προσκυνά»;
«Πολλοί έρχονται, Πάτερ Ιάκωβε, αλλά λίγα είναι τα τέκνα μου», πρόσθεσε ο Όσιος και συνέχισε.
«Για αυτό πρέπει να γίνει πόλεμος. Γιατί πολλή η αμαρτία στο κόσμο».
«Όχι, Άγιε μου» του είπα ταραγμένος. «Από μικρό παιδί όλο σε πολέμους και ταλαιπωρίες βρέθηκα. Στην Μικρά Ασία που γεννήθηκα αλλά και όταν ήλθαμε στην Ελλάδα.
Ύστερα Άγιε μου αν γίνει έξαφνα ο πόλεμος θα χαθούν και ψυχές πριν προφτάσουν να μετανοήσουν».
«Πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος, πρέπει να γίνει πόλεμος», απάντησε λυπημένα με μια σταθερή φωνή ο Όσιος και συνέχισε ότι θα γίνουν ορισμένες πλημμύρες,
πυρκαγιές και άλλες καταστροφές στην περιοχή της Εύβοιας και κάπου άλλα δεινά.
Όλα όσα είπε ο Όσιος στον Γέροντα εκείνο το βράδυ πράγματι συνέβησαν και συμβαίνουν.
Την πρώτη Αυγούστου 1990 κηρύχτηκε πόλεμος στον περσικό κόλπο., ενώ λίγο αργότερα στην Εύβοια έγιναν πλημμύρες από καταρρακτώδης βροχές, χάθηκαν ανθρώπινες ζωές
και προξενήθηκαν μεγάλες υλικές καταστροφές και φωτιές κατέκαψαν δάση και άλλες εκτάσεις.

undefined

Διηγείται ο Γέροντας:
- Κάποτε διάβαζα το βίο του Άγιου Σεραφείμ του Σαρώφ και στο σημείο που έλεγε ο Άγιος ότι είδε τα σκηνώματα του Παραδείσου, «εν τη οικία του Πατρός μου πολλαί μοναί εισί»,
τότε λέω πώς να είναι άραγε Θεέ μου, αυτές οι Μονές;
Ξαφνικά μου έπεσε το βιβλίο από τα χέρια και βρέθηκα σ` ένα ωραίο μέρος. Μπροστά μου ήταν ένας δρόμος κατάφυτος με βιολέτες, όλες το ίδιο ύψος και πυκνοφυτεμένες,
ευωδιαστές και δίπλα μου στεκόταν ένας Γέροντας, ο Άγιος Δαβίδ ήταν. Ήθελα να προχωρήσω και δίσταζα να μην σπάσω τα λουλούδια. Έλεγα μάλιστα ποιος τα φύτεψε τόσο
πυκνά. Αν ήταν λίγο αραιότερα θα έβαζα το πόδι μου ανάμεσα και δε θα τα έσπαζα και δίσταζα να προχωρήσω.

Τότε μου λέει ο Γέροντας:
«Προχώρα, προχώρα, προχώρα, πάτερ Ιάκωβε, μη φοβάσαι τα λουλούδια αυτά δεν είναι σαν και εκείνα που ξέρεις , δεν σπάζουν». Καθώς προχωρούσα λοιπόν πατούσα και δεν
σπάζανε. Βλέπω δεξιά μου, ένα απότομο κατήφορο, χωματόδρομο πολύ επικίνδυνο και λέω: «Τι δρόμος κατηφορικός είναι αυτός; Αν περάσει κανένα αυτοκίνητο θα κινδυνεύσει».
Μου λέει τότε ο γέροντας:
«Εδώ πάτερ Ιάκωβε δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, ας τον αυτόν τον δρόμο μην τον κοιτάζεις καθόλου, εσύ βάδιζε το δρόμο που βαδίζεις». Βαδίζαμε λοιπόν στο ανθισμένο αυτό δρόμο
και λέω. «ας κοιτάξω τι υπάρχει γύρω».
Βλέπω κάτι ωραιότατα σπιτάκια, αραιοκατοικημένα, σαν παλατάκια, με τις περιφράξεις τους με τις εξώπορτες τους, γεμάτα λουλούδια και ομορφιά και φως, αλλά ήταν εντελώς
άδεια, δεν υπήρχε κανένας άνθρωπος μέσα.
Λέω τότε στον Γέροντα που με συνόδευε:
«Γέροντα, τι ησυχία και τι ομορφιά είναι αυτή; Ας είχα και εγώ ένα τέτοιο σπιτάκι να κάθομαι στην ησυχία, να κάνω την προσευχή μου, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος της ησυχίας».
Τότε σήκωσε ο Γέροντας το χέρι του και μου έδειξε το σπιτάκι του που ήταν για μένα. Αμέσως όμως βρέθηκα στο κελί μου και είπα:
«Γιατί ξαναγύρισα σ’ αυτό το κόσμο; Αχ να μην ξαναγύριζα, αλλά να έμενα για πάντα εκεί»

Ένα πνευματικό του παιδί λέει στον Γέροντα:
- Πήγαμε στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω.
Κι ο γέροντας εντελώς φυσικά του λέει:
- Παιδί μου, ο Άγιος Διονύσιος ήταν εδώ πριν λίγες ημέρες και συλλειτουργήσαμε!!

Πήγε κάποιος στον γέροντα και του λέει:
- Κάνω 3000 μετάνοιες το εικοσιτετράωρο.
Του λέει ο γέροντας:
- Καλά κανείς παιδί μου, αλλά από τώρα κι ύστερα να κανείς 100 μετάνοιες, γιατί αργότερα θα κουραστείς και δεν θα κανείς καμία.

Για το θέμα της τηλεόρασης έλεγε:
- Η τηλεόραση - το κουτί του διάβολου – κάνει μεγάλη ζημία, ιδιαίτερα στα
παιδία, γι αυτό και πρέπει να βγει από το σπίτι.

Στους γονείς που ρωτούσαν τι να κάνουμε τα παιδία μας όταν δεν ακούνε τους έλεγε:
- Προσευχή θα κάνετε με πίστη, θα τα νουθετήσετε κι όσο μπορείτε με την αγάπη και με τον καλό το τρόπο. Γιατί, με συγχωρείτε, με το αυστηρό δεν πάει.
Γιατί σου λέει σηκώνουμε και φεύγω και πάει. Κι είναι σήμερα Σόδομα και Γόμορρα και κάτι χειρότερο.



Είπε ο γέροντας:
- Όταν είχε κοιμηθεί ο Γέροντας του ο πατήρ Νικόδημος, είπα στην προσευχή μου, που να πήγε άραγε η ψυχή του; Τότε είδα, όχι σε όνειρο, αλλά πνευματικό τω τρόπω, ότι με
φώναξε ο Γέροντας μου να του πάω τα κλειδιά της Μονής γιατί ήρθε ο Μέγας Αρχιερέας.
Πήγα λοιπόν έξω από την πόρτα του κελιού που είναι πάνω από την είσοδο της μονής κι όταν έφτασα κοντά, ακούω ομιλίες, ερώτηση, απάντηση. Μέσα γινόταν ανάκριση, εξέταση.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα μέσα στο δωμάτιο και τι να δω!!!....... ο Γέροντας μου στεκόταν όρθιος, ξεσκούφωτος με το κεφάλι κατεβασμένο και τα χέρια σταυρωμένα με πολύ
φόβο και ευλάβεια.
Απέναντι του ήταν ο Μέγας Αρχιερέας καθήμενος επί θρόνου. Ο θρόνος ήταν μετέωρος ένα μέτρο πάνω από το δάπεδο. Το πρόσωπο του έλαμπε. Χρυσό σαν καθαρό κερί, δεν
μπορώ να το περιγράψω παιδί μου. Στα γόνατα του ήταν ανοιχτό ένα βιβλίο και μέσα ήταν γραμμένη η ζωή του Γέροντα μου. Ρωτούσε ο Μέγας Αρχιερέας και απαντούσε ο
Γέροντας μου. Μόλις μπήκα μέσα σταμάτησε η ανάκριση, πήγα στον Γέροντα μου, του έβαλα μετάνοια και του έδωσα τα κλειδιά της Μονής.
«Γέροντα έφερα και τα κλειδιά της Λειψανοθήκης μην τυχόν θελήσει ο Αρχιερέας να προσκυνήσει τα Άγια Λείψανα», του είπα.
Ο γέροντας μου τα πήρε. Ήθελα να βάλω μετάνοια και στο Μέγα Αρχιερέα, αλλά δεν μου είπε τίποτε ο Γέροντας μου κι επειδή ήμουν υποτακτικός, δεν μπορούσα να κάνω κάτι
χωρίς ευλογία.
Έτσι βάζοντας μετάνοια στον Γέροντα μου και υποκλινόμενος από μακριά στον Μέγα Αρχιερέα, βαδίζοντας προς τα πίσω, χωρίς να γυρίσω την πλάτη μου, βγήκα από το δωμάτιο.
Αμέσως μόλις βγήκα άρχισε πάλι η ανάκριση.
Είδα, παιδί μου, ότι όλη μας η ζωή, έργα, λόγια, σκέψεις είναι γραμμένα, θα δώσουμε για όλα λόγο. Όσο για τον Γέροντα μου πληροφορήθηκα ότι η ψυχή του πήγε πολύ καλά.
 http://xristianos.gr/forum

Γέροντας Ιάκωβος-Εκβάλει δαιμόνια και καθυβρίζεται από αυτά

Γέροντας Ιάκωβος-Εκβάλει δαιμόνια και καθυβρίζεται από αυτά
undefined


Από νωρίς, από τότε που οι δαίμονες τον χτυπούσαν και τον άφηναν αναίσθητο, άρχισε να του παρέχεται κι ένα άλλο χάρισμα. Να εκβάλλει δαιμόνια από ανθρώπους. Παλιά η
μεθοδεία του Σατανά. Ταλαιπωρεί αφάνταστα και μεταβάλλει τον άνθρωπο σε απαίσιο τυφλό του όργανο. Ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980 φέρνανε συχνά δαιμονισμένους στη
Μονή, για να τους διαβάσει εξορκισμούς ο π. Ιάκωβος και να τους σταυρώσει με την κάρα του οσίου Δαβίδ.

Στις 13 του Σεπτέμβρη, το 1987, δαιμόνιο ενόχλησε το Γιώργο Λ., ένα παλικάρι 22 ετών. Κάθε μέρα και η κατάστασή του χειροτέρευε. Τον Οκτώβρη η μητέρα του και ο αδερφός
του φέρανε το Γιώργο στη Μονή. Παρακάλεσαν τον π. Ιάκωβο να προσευχηθεί και να διαβάσει εξορκισμούς. Μπροστά στο ναό το δαιμόνιο αντέδρασε φοβερά. Έβριζε κι
αισχρολογούσε, χειρονομούσε και απειλούσε. Μέσα στο ναό συνέχισε πιο έντονα την αντίδραση. Άνοιξε τη λειψανοθήκη ο π. Ιάκωβος, κατέβασε την κάρα του οσίου και άρχισε
να διαβάζει εξορκισμούς. Τότε, από τη μητέρα, που κι αυτή μπήκε στο ναό, ακούστηκε μια κραυγή:

–Θεέ μου, τι βλέπουν τα μάτια μου, ας γίνει καλά το παιδί μου! Τελειώνοντας οι εξορκισμοί, ο Γιώργος ελευθερώθηκε από το δαιμόνιο και ηρέμησε. Η μητέρα του, μόλις βγήκε
από το ναό, εξήγησε σε μοναχό πως είδε τον π. Ιάκωβο όταν εκείνη έβγαζε τη φωνή. Τον είδε είπε, όσο διάβαζε τους εξορκισμούς, υψωμένον περίπου μισό μέτρο πάνω από τη
γη και να πατάει σ’ ένα μαύρο νάνο με κέρατα και ουρά (στο δαιμόνιο).

Στη Μονή έφερναν δαιμονισμένους, έφερναν και ψυχοπαθείς, με διαφόρων βαθμών και τύπων σχιζοφρένειες. Τις περισσότερες φορές είναι πολύ, μα πάρα πολύ, δύσκολο να
διακρίνει κανείς πότε ο δυστυχής άνθρωπος πάσχει από σχιζοφρένεια και πότε κατέχεται από δαιμόνιο. Ο π. Ιάκωβος είχε το χάρισμα να διακρίνει και ανάλογα με την περίπτωση,
έλεγε:
–Αυτός (ο ψυχοπαθής) πρέπει να πάει στο γιατρό.
–Αυτός, παιδί μου, έχει δαιμόνιο (άρα χρειαζόταν εξορκισμούς).

Πολλοί παρακολουθούσανε τους εξορκισμούς αυτούς και κάποιοι καταγράψανε διαλόγους μεταξύ του π. Ιακώβου και των δαιμόνων. Οι δαίμονες μιλούσανε με το στόμα των
δαιμονισμένων, που βρίζανε άσχημα και συχνά, ως δαίμονες, δείχνανε γνώση πραγμάτων, που δεν τα γνωρίζουν οι άνθρωποι. Η δαιμονισμένη Παναγιώτα χτυπιόταν και δεν
ήθελε να πάει στον π. Ιάκωβο, τον οποίο έλεγε ότι θα τον τυφλώσει τη νύχτα, να μην μπορεί να διαβάζει. Το πρωί ο γέροντας τη ρώτησε το όνομά της και αυτή απάντησε: Οσμάν.
Άλλη μία δαιμονισμένη απάντησε ότι τη λένε Βελιάρ. Τότε ο γέροντας:
–Εσύ, Βελιάρ, και ο πατέρας σου είστε ψεύτες. Βεελζεβούλ ο πατέρας σου.

Εκείνη βεβαίωσε:
–Ναι, έτσι λέγεται και μου δίνει ξύλο για να κάνω κακό, δεν αντέχω άλλο.
–Τώρα (επιτάσσει ο γέροντας) θέλω να φύγεις από την Παναγιώτα.
–Να φύγω –προλαβαίνει η Παναγιώτα– να φύγω, παλιόγερε κοκαλιάρη.
–Να πας στα όρη –συνεχίζει ο γέροντας.
Και η Παναγιώτα με παράπονο κι επιμονή:
–Να μην πάω στα όρη, να πάω σε άνθρωπο…

Ο γέροντας βάζει την κάρα του Οσίου στο κεφάλι της.
–Μου σπας τα κέρατα… Σε πολεμάω εξήντα πέντε χρόνια. Δεν μπορώ να σε ρίξω σε κάποια αμαρτία, να σε πάω στην κόλαση. Να εύχεσθε σ’ αυτόν το Γέρο (=τον όσιο Δαβίδ),
αλλιώς θα σας είχα λιώσει…
Έπειτα το δαιμόνιο άλλαξε τακτική και φώναζε στο γέροντα:
–Είσαι άγιος… Έχετε άγιο εδώ και δεν το καταλάβατε.
Ο γέροντας αποστόμωνε αμέσως:
–Τα λες να με παρασύρεις, αμ’ δε σ’ακούω… γη και σποδός είμαι… εγώ είμαι ταπεινός…
Το δαιμόνιο ήξερε καλά, ομολογούσε και αντιδρούσε:
–Αυτή η ταπείνωση, ρε κερατά, με καίει… φύγε ρε…

Την ίδια εποχή, πήγανε οι γονείς στην Μονή την κόρη τους, που δεν έμπαινε στο ναό. Βγήκε ο γέροντας με την κάρα του Οσίου, οπότε η δαιμονισμένη ξέσπασε:
–Σκάσε, να μη σ’ακούω παλιόγερε. Να ψοφήσεις (και χτυπιότανε φοβερά η κοπέλα). Είμαι κοσμοκράτωρ (φώναζε με το στόμα της ο δαίμονας). Κρατώ την Αθήνα στα χέρια μου…
Εκείνο που ήθελα το ’κανα, τους παπάδες τους κούρεψα…
Πολεμάω χρόνια το μοναστήρι σας φυλάει ο μεγάλος εδώ μέσα. Δεν μπορώ να σε παγιδέψω. Να τα πόδια σου! Σαπίσανε τα πόδια σου (= πράγματι σάπιες ήτανε οι φλέβες των
ποδιών του γέροντα και το αίμα δεν κυκλοφορούσε). Ν’ απελπιστείς, πες ότι είσαι άγιος να σε κολάσω.

Επεμβαίνει ο γέροντας:
–Δεν είμαι άγιος, αλλά ο Κύριος είπε: «άγιοι γίνεσθε». Ότι μπορώ κάνω, είμαι άνθρωπος χοϊκός.
Με νέα αγανάκτηση η δαιμονισμένη:
–Τι να σου κάνω, τραγόπαπα, έχεις ταπείνωση κι έχεις μέσα σου το Χριστό αλλιώς θα σε είχα διαλύσει. Τόσες αρρώστιες (= σου έβαλα) κι εσύ επιμένεις…
Άλλος δαιμονισμένος πληροφόρησε με καύχηση:
–Οχτώ χιλιάδες μάγους έχω στην υποταγή μου.
Τον ρώτησε ο γέροντας πως μπαίνει σε ανθρώπους και απάντησε ότι μπαίνει σ’ αυτούς που «δεν έχουν πίστη. Μπαίνω έτσι, σαν καπνός».
Κάποτε διάβασε τους εξορκισμούς για δαιμονισμένη, που την πήγε στο γέροντα ο αστυνόμος σύζυγός της .Φάνηκε να ηρεμεί, και ο γέροντας έτεινε το χέρι του να τη χαιρετήσει.

Τότε αυτή με θυμό:
–Πιάνουν οι δαίμονες το χέρι του παπά που λειτουργεί;
Δυο παλικάρια φέρανε από τη Βέροια τη δαιμονισμένη μητέρα τους. Συνέβη να είναι στη Μονή και ο μητροπολίτης Σάμου. Τη μια στιγμή φερόταν ήρεμα κι έλεγε περιπαιχτικά:
–Κοκαλιάρη Ιάκωβε… Πάτερ Ιάκωβε, είσαι άγιος. Ο κόσμος σε τιμάει για άγιο.
Με υψωμένη φωνή έλεγε και ξανάλεγε ο γέροντας:
–Χοϊκός, αμαρτωλός άνθρωπος, είμαι.
Μετά από λίγο γινόταν επιθετική και με τα νύχια τραυμάτιζε στο πρόσωπο πολλούς. Το ίδιο προσπάθησε και για το γέροντα, που τη σταμάτησε με την κάρα του Οσίου.

Άλλος δαιμονισμένος, αντιδρώντας και τρέμοντας στις προσευχές του γέροντα, φώναζε:
–Σκάσε Ιάκωβε, σκάσε κοκαλιάρη… σαν καπνός εισέρχομαι στον άνθρωπο και σαν καπνός εξέρχομαι… φοβάμαι, τρέμω το Σταυρό… άμα τον κάνουν φεύγω… φεύγει η χάρη του
Θεού και μπαίνουμε μεις (= οι δαίμονες).
Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις δαιμονισμένων ο γέροντας διάβαζε τους εξορκισμούς, έχοντας την κάρα του Οσίου. Έτσι προστάτευε και τον εαυτό του ενώπιον των
ανθρώπων. Δε θα μπορούσανε να ειπούν ότι τους δαίμονες εκβάλλει ο ίδιος ο γέροντας, εφόσον πρόβαλλε πάντα τον Όσιο Δαβίδ ως ενεργούντα.

Δραματική, για όλους τους παρόντες, γινόταν η κατάσταση, όταν οι δαιμονισμένοι παίρνανε άλλες μορφές. Τρομαγμένοι και απελπισμένοι από τις προσευχές του π. Ιακώβου,
παίρνανε ξαφνικά τη μορφή άγριου μαύρου σκύλου, φοβερού λύκου ή σαρκοβόρου πτηνού. Άλλοτε πάλι γαυγίζαν ή βρυχώνταν σαν θηρία και σκορπούσανε παντού τρόμο.

Όσοι δαιμονισμένοι απελευθερώνονταν από το Σατανά, επισκέπτονταν συχνά τη Μονή για ευχαριστίες και προσκύνημα. Μόνο που οι ευχαριστίες δεν είναι τόσο απλό πράγμα.
Παραξενεύτηκαν οι μοναχοί μία μέρα, που ο γέροντας δεν πήρε χρήματα για το ταγαράκι του από τη μητέρα ενός παιδιού, το οποίο ελευθέρωσε από δαιμόνιο. Το δαιμόνιο είχε
πάει στα χρήματα, το διέκρινε ο γέροντας:
–Εγώ έβγαλα το δαιμόνιο από το παιδί σου κι εσύ πας να τα βάλεις σ’ εμένα!

Το χάρισμα τούτο, να ελευθερώνει τον άνθρωπο από τους δαίμονες είναι πολυσήμαντος θρίαμβος. Αποτελεί την τρανή απόδειξη ότι η κυριαρχία του Σατανά στον κόσμο,
τον άνθρωπο και τη φύση, είναι προσωρινή και μπορεί να καταργηθεί. Κι εφόσον με το θαύμα του Οσίου καταργείται ενδεικτικά –στην περίπτωση εκδίωξης δαιμόνων από
ανθρώπους– σημαίνει ότι ο Όσιος βιώνει τη βασιλεία αυτής στον κόσμο. Άρα η βασιλεία του Θεού και υπάρχει και μπορεί να πραγματώνεται καθημερινά, έστω και μερικά.

ΠΗΓΗ....http://xristianos.gr/forum/

Πατρικές Νουθεσίες του Γέροντα Ιακώβου

Πατρικές Νουθεσίες του Γέροντα Ιακώβου



Έχετε πίστιν Θεού. Αιτείτε και δοθήσεται υμίν. Αυτή η πίστη με βοηθάει και με σώζει 70 χρόνια.


Καμιά προσευχή, παιδιά μου, δεν πάει χαμένη. Και εμένα αυτή η προσευχή με κράτησε τόσα χρόνια.

Πάντα η προσευχή στηρίζει. Να μη δειλιάζουμε, να μη φοβόμαστε. Ει ο Θεός μεθ’ ημών ουδείς καθ’ ημών.

Στην Εκκλησία βρίσκουμε την υγεία, την παρηγοριά, την ελπίδα και τη σωτηρία της ψυχής μας.

Χωρίς την ψυχή μας καθαρή δεν έχουμε κανένα όφελος από τη Θεία Κοινωνία.

Ό,τι συγχωρεί ο πνευματικός, το συγχωρεί ταυτόχρονα και ο Θεός στον Ουρανό, ό,τι δε συγχωρήσει μένει ασυγχώρητο.

Είδα, παιδί μου, όλη μας η ζωή, έργα, λόγια, σκέψεις είναι γραμμένα: θα δώσουμε για όλα λόγο.

Αδελφέ μου! που λέγεις ότι είσαι αμαρτωλός, όλοι οι άνθρωποι αμαρτωλοί είμαστε, μόνο ο Θεός είναι αναμάρτητος, γι’ αυτό θα κάνουμε θυσίες στο Θεό –πίστη, πραότητα,
υπομονή, ταπείνωση, αποχή των κακών, θείες λειτουργίες, μετάνοιες, νηστείες– για να συγχωρέσει τις αμαρτίες μας.

Μην απελπίζεσαι, ο Θεός βλέπει την ψυχή σου και θα σε βοηθήσει. «Τις ήλπισεν εις τον Κύριον και κατησχύνθη!… έχετε την ελπίδα σας εις τον επί ξύλου τανυθέντα Ιησού
Χριστό» και όλα θα έλθουν κατ’ ευχήν.

ΠΗΓΗ...http://xristianos.gr/forum/

Γέροντας Ιάκωβος-Από παιδί διαβάζει Ευχές, προσεύχεται και θεραπεύει!

Γέροντας Ιάκωβος-Από παιδί διαβάζει Ευχές, προσεύχεται και θεραπεύει!

undefined

Μόλις έμαθε τα πρώτα γράμματα στο σχολείο, άρχισε κιόλας να διαβάζει με ζήλο τα εκκλησιαστικά βιβλία. Τον ενθάρρυνε η μητέρα, μα τον πρόσεξε και ο παπα-Θοδόσης, ο πατήρ
Δημήτριος Θεοδοσίου, που πήγαινε στη Φαράκλα να λειτουργεί κάθε δεύτερη Κυριακή.
Φυσικά, δεν καταλάβαινε τόσο μικρός τα νοήματα. Σε λίγους μήνες –θα πήγαινε στη δευτέρα δημοτικού, οκτώ-εννέα ετών δηλαδή– τα διάβαζε με άνεση. Και όχι μόνο αυτό. Στην
ανάγνωση των Ύμνων ή των Ευχών η φωνή του έπαιρνε τόνο αλλιώτικο. Επίσημο θα έλεγες, σοβαρό. Κι ακόμα περισσότερο, τόνο ιερόπρεπο. Νόμιζες ότι έρχεται από κάπου
αλλού, από μακρινή ιερή πηγή.

Αυτό, δηλαδή την καλή φωνή του Ιακώβου, την είχανε προσέξει γονείς και στενοί συγγενείς. Γιατί τα βράδια, στις γιορτές κυρίως, ο πατέρας του ο Σταύρος έβγαζε το μπαγλαμαδάκι
και τους έπαιζε τραγουδάκια.
Τα μάθαινε και το Ιακωβάκι και τα τραγούδαγε πολύ ωραία. Τα τραγούδαγε και με τη μητέρα του, που χόρευαν κιόλας.
Τώρα όμως με τα εκκλησιαστικά γράμματα ήτανε κάτι αλλόκοτο. Την ίδια εποχή, ενώ βοηθούσε τον παπά στο Ιερό, άρχισε να πηγαίνει από νωρίς και στο αναλόγιο. Στο ναό έφτανε
πολύ πριν από τον παπά, αξημέρωτα. Και πρώτα τακτοποιούσε τα του Ιερού.

Με φόβο Θεού κι επιμέλεια, για τα οποία πήρε σύντομα το μισθό. Διότι εκεί, στην Αγία Τράπεζα, πολλές φορές αντιλήφθηκε και είδε αγγέλους και άκουσε ουράνιες ψαλμωδίες. Τα
έχανε κι έτρεμε το παιδί. Ένιωθε όμως και μεγάλη εσωτερική χαρά και ας μην μπορούσε να εξηγήσει αυτά που άκουγε κι έβλεπε. Μετά στο αναλόγιο διάβαζε πολλά κι έψελνε όσα
μπορούσε. Και αφότου οι κάτοικοι είδανε κι ακούσανε το Ιακωβάκι στο αναλόγιο, γεννήθηκε στη συνείδησή τους ένα ιερό πρόσωπο, ένα ον που είχε πολλή σχέση με το Θεό και λίγη
με τα ανθρώπινα. Όλοι ποια ξέρανε ότι το Ιακωβάκι τα 'χει καλά με τους Αγίους και ανήκει απόλυτα στην Εκκλησία. Επειδή μάλιστα το χωριό δεν είχε δικό του παπά, τα κλειδιά του
ενοριακού ναού, του αγίου Γεωργίου, τα είχε από μικρός ο Ιάκωβος. Τον έβλεπαν στο ναό να κινείται με σεβασμό, αλλά και σαν στο σπίτι του. Ήτανε το φυσικό του περιβάλλον και
κανείς δεν παραξενευόταν που τον έβλεπε τόσο συχνά στο ναό.

Με όλα αυτά, από εννέα περίπου ετών, το Ιακωβάκι έγινε σιγά- σιγά η καταφυγή των απλοϊκών και φτωχών κατοίκων –πρόσφυγες οι περισσότεροι. Οι γιατροί ήσανε μακριά και
θέλανε λεφτά, που δεν υπήρχαν. Ο παπα-Θοδόσης, πάλι, ήτανε σε άλλο χωριό. Και ήσανε όλοι σίγουροι ότι, εξόν από τη Λειτουργία, τα λοιπά –Ευχές, Εξορκισμούς– μπορούσε να
τα κάνει το Ιακωβάκι. Αρχίσανε, λοιπόν, και τον καλούσανε για κάθε κακή περίσταση. Αρρώσταιναν τα ζώα; φωνάζανε το Ιακωβάκι να τα διαβάσει; και γινόσανε καλά. Στα παιδάκια
πάλι το ίδιο. Ακόμα και για τις γυναίκες, που δυσκολευόσανε να γεννήσουν, καλούσανε το Ιακωβάκι. Πήγαινε με λαδάκι της Αγίας Παρασκευής, σταύρωνε την πόρτα του σπιτιού,
προσευχότανε κι έφευγε. Η γυναίκα ελευθερωνόταν.

Από την Εκκλησία του χωριού είχε το Ευχολόγιο και από το σπίτι τους τη Σύνοψη. Αλλά στις περιπτώσεις ασθενειών, που τον φωνάζανε να διαβάσει Ευχές, διάβαζε, όσο ήτανε
κάτω από δέκα-έντεκα ετών, ότι τύχαινε, ότι πρωτοάνοιγε στα δύο τούτα βιβλία, γιατί δεν μπορούσε να κρίνει κάθε φορά ποια Ευχή ακριβώς χρειάζεται στην περίπτωση.
Συχνά έλεγε και αυτοσχέδιες ευχές. Το συνήθιζε. Ήταν εννέα ετών και τον στείλανε με τον αδελφό του να θερίσουνε στο χωράφι τους τον Ιούλιο. Εκεί δάγκωσε τον αδελφό του
Γιώργο ένα φίδι στο χέρι και άρχισαν πόνοι δυνατοί. Ο Γιώργος φώναζε για βοήθεια κι έκλαιγε. Ο Ιάκωβος παρηγορούσε τον αδελφό του, του έπλυνε με νερό το δαγκωμένο σημείο,
γονάτισε, έβγαλε τον μικρό ξύλινο Σταυρό, που κρεμότανε πάντοτε στο στήθος του, σταύρωσε τον αδελφό του και σήκωσε τα χεράκια του στον ουρανό:
–Χριστέ μου, σε παρακαλώ, κάνε το δηλητήριο να γίνει νερό, να μην πάθει κακό ο αδελφούλης μου… Και τιμώρησε το καταραμένο φίδι, ο αντίχριστος το έβαλε για το κακό του.
Σε λίγο υποχώρησε ο πόνος, το κακό δεν είχε συνέχεια. Και όχι μόνο αυτό. Το φίδι πήγε πιο κει, έμεινε ακίνητο και ψόφησε!
http://xristianos.gr/forum

Η ζημιά που προκάλεσε ένας χωρικός στα κτήματα της Μονής

Η ζημιά που προκάλεσε ένας χωρικός στα κτήματα της Μονής

undefined

Ο Γ. Ιάκωβος δεν θεώρησε σκόπιμο να αφήσει απαρατήρητη τη ζημιά που προκάλεσε κάποιος χωρικός στα χτήματα της Μονής. Γιατί θεωρούσε ότι η περιουσία της Μονής δεν
είναι δική του αλλά του αγίου (στην προκείμενη περίπτωση του Οσίου Δαβίδ).

Κάποιο απόγευμα, τον επεσκέφθη στην Μονή ένας χωρικός της περιοχής, μεγάλης ηλικίας, ο οποίος του είπε: «Έμαθες τα νέα Γέροντα; Ποιά νέα βρε; Δεν έμαθες ότι κόψανε τις
ελιές από το κτήμα της Μονής στο γυαλό και κάνανε καμίνι; Και ρίξανε πάνω στους κομμένους κορμούς χώμα για να μην φαίνονται. Όχι δεν έμαθα, αλλά ποιος τις έκοψε; Ξεύρω
κι εγώ Γέροντα, ρώτησε στο χωριό να μάθεις».

undefined

Στενοχωρήθηκα πολύ, κύριε Δημήτρη μου, και δεν ήξερα τί να κάνω· καλόγερος άνθρωπος να τρέχω στις αστυνομίες και τα αγρονομεία, να κάνω μηνύσεις και δικαστήρια.
Είναι αυτά πράγματα για μένα; Πάνω στην απελπισία μου σκέφθηκα τον Όσιο Δαβίδ, ιδρυτή και προστάτη της Μονής. Έτρεξα στην εκκλησία και μπροστά στην εικόνα του,
όπως ήμουν ταραγμένος, του είπα τα έξης λόγια: Άκουσε, Όσιε Δαβίδ· όπως ξεύρεις, εγώ ούτε σπίτι έχω, ούτε οικογένεια, ούτε κτήματα. Όσα είχα τα χάρισα σε συγγενείς
και φίλους· άφησα τα πάντα και ήρθα εδώ να Σε υπηρετήσω και Σε υπηρετώ με δοκιμασίες, στερήσεις και χίλιους πειρασμούς και προβλήματα, τα ξεύρεις… Άκουσε λοιπόν.
Σε παρακαλώ, αυτόν πού έκοψε τις ελιές από το κτήμα σου, να μου τον φέρεις εδώ, σε 24 ώρες το αργότερο. Διαφορετικά ούτε καντήλι θα Σου ανάψω, ούτε θα Σε λιβανίσω.
Άκουσες; Και σηκώθηκα και έφυγα πολύ στενοχωρημένος. Τί άλλο μπορούσα να κάνω.

Την άλλη ήμερα το απόγευμα και ενώ ετοιμαζόμαστε για τον Εσπερινό, ευρισκόμενος έξω από το καθολικό της Μονής, 20 περίπου μέτρα μακρυά, βλέπω να μπαίνει, από την
εξωτερική πόρτα, στην αυλή, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, αγρότης, κακοντυμένος, ο οποίος με το κεφάλι κάτω, βλέποντας προς το έδαφος, ερχόταν προς έμενα. Εγώ, μόλις
τον είδα, αμέσως είπα μέσα μου: Αυτός είναι πού έκοψε τις ελιές από το κτήμα της Μονής και ο Όσιος Δαβίδ μου τον έφερε, πριν περάσουν 24 ώρες, όπως του το είπα.

Όταν με πλησίασε, μου λέγει: Πατέρα Ιάκωβε, θέλω να σου μιλήσω και να σου πω κάτι. Τί να μου πεις βρε; Να, πως εγώ έκοψα τις ελιές από το κτήμα της Μονής στο γυαλό.
Και γιατί τις έκοψες βρε; Είναι σωστό να κόβομε τα δένδρα από τα ξένα κτήματα; Έχεις δίκιο πατέρα Ιάκωβε, δεν είναι σωστό, αλλά τί να κάνω; Είχα μεγάλη ανάγκη για τα παιδιά
μου. Εσύ είσαι ένας άγιος άνθρωπος· τί; θα με πας στο Αγρονομείο και την Αστυνομία φαμελίτη άνθρωπο; θα με πας στα Δικαστήρια; Όχι, εγώ δεν θα σε πάω στην Αστυνομία
και τα Δικαστήρια, όμως ο Αγρονόμος της Λίμνης, πού έμαθε το γεγονός, κάνει ανακρίσεις. Μπορώ εγώ να τον σταματήσω, αφού ενήργησε μόνος του από υπηρεσιακό καθήκον
(αυτεπαγγέλτως); Δεν μπορείς να τον σταματήσεις, μπορείς όμως να με βοηθήσεις, όχι εμένα, τα 5 ανήλικα. Μετά 3 μήνες έγινε το Δικαστήριο στο Αγρονομείο της Λίμνης, για
αγροτική φθορά. Πρώτος και μόνος μάρτυς εξητάσθη ο π. Ιάκωβος με διαβεβαίωση της ιερωσύνης του. Ο οποίος ουδέν επιβαρυντικό κατέθεσε διά τον κατηγορούμενο. Αυτός,
όμως, ώμολόγησε την πράξη του και εζήτησε συγγνώμη από τον π. Ιάκωβο. Το δε Δικαστήριο τον κατεδίκασε σε χρηματικό πρόστιμο 300 δραχμών, το οποίον, αθορύβως και
με διάκριση, κατέβαλε ο π. Ιάκωβος. Έτσι απέφυγαν ο κατηγορούμενος τον εγκλεισμό του στη φυλακή, διότι δεν είχε χρήματα να πληρώσει το πρόστιμο και τα 5 ανήλικα την
στέρηση της προστασίας του πατέρα τους.
ΠΗΓΗ.....http://xristianos.gr/forum

Γέροντας Ιάκωβος - Διδαχές από τον Γέροντα

Γέροντας Ιάκωβος - Διδαχές από τον Γέροντα

undefined

Έλεγε ο πατήρ Ιάκωβος « Η χάρη των Αγίων μας ακόμη και πάνω στα ξύλα των αγίων εικόνων υπάρχει. Κάποτε στην Μικρά Ασία ένας Τούρκος κτηνοτρόφος προσπάθησε με το τσεκούρι
του να σχίσει παλιό ξύλο εικόνας. Με την πρώτη τσεκουριά το ξύλο άρχισε να αιμορραγεί. Ο τούρκος τότε πανικόβλητος παρέδωσε την εικόνα στους χριστιανούς διηγούμενος
το θαύμα.»

Άλλοτε πάλι σε λιτανεία της εικόνας της Παναγίας ο Γέροντας είδε την εικόνα ζωντανή την Παναγιά να σηκώνει το χέρι της και να τον ευλογεί.

Τόνιζε ο Γέροντας ότι μεγάλη σημασία στην πνευματική εξέλιξη των απογόνων έχει η πνευματική κατάσταση και η βιωτή των γονιών.

Έλεγε ο Γέροντας «Μια φορά που λειτουργούσα δεν μπορούσα να κάνω Μεγάλη Είσοδο από αυτά που έβλεπα. Οπότε ξαφνικά νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και
να με οδηγεί στην Αγία Πρόθεση. Ήταν ο Αρχάγγελος.»


Όταν ο Γέροντας κοινωνούσε τους πιστούς και έβλεπε τα πρόσωπά τους, άλλα πρόσωπα έβλεπε με μορφές ζωών και άλλα να λάμπουν σαν τον ήλιο. Ενώ όταν προσκόμιζε έβλεπε τις
ψυχές που περνούσαν από μπροστά του και τον παρακαλούσαν να τις μνημονεύσει.

Στους γονείς που ρωτούσαν τι κάνουν τα παιδιά τους όταν δεν ακούνε έλεγε: «προσευχή θα κάνετε με πίστη θα τα νουθετήσετε και όσο μπορείτε με την αγάπη και με τον
καλό τον τρόπο. Όχι με αυστηρότητα.»


Αναφερόμενος ο Γέροντας στο θέμα της νηστείας έλεγε: « Η νηστεία είναι η πρώτη εντολή του Θεού και ο Χριστός μας ακόμη νήστεψε. Εμένα δεν με έβλαψε η νηστεία μέχρι σήμερα
που είμαι 70 χρονών. Και τα δαιμόνια και οι αρρώστιες και όλα τα πάθη με τη νηστεία και με την προσευχή αποβάλλονται.»

Ένας άνθρωπος ρώτησε «Εφόσον ο πατήρ Ιάκωβος αγαπά Τον Θεό γιατί ο Θεός επέτρεψε και πήγε στο νοσοκομείο και του έκαναν σοβαρές εγχειρήσεις;» Ο Γέροντας απάντησε:
«Επέτρεψε ο Θεός για να ταπεινωθώ».


Συχνά ο Γέροντας έλεγε «Δεν πρέπει παιδιά μου να έχει κανείς αμφιβολίες ούτε δυσπιστίες. Να έχετε πίστη Θεού ως κόκκον σινάπεως και ότι ζητήσετε ο Θεός θα σας το δώσει.
Πάντα η προσευχή στηρίζει. Να μη φοβόμαστε. Ει ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών».

«Χωρίς την ψυχήν μας καθαρήν, δεν έχουμε κανένα όφελος από τη Θεία Κοινωνία. Για αυτό να μη διστάζετε, να μην ντρέπεστε και να εξομολογείσθε. Ότι και αν έχετε κάνει, την πιο μεγάλη
αμαρτία, ο πνευματικός έχει την εξουσία από το Χριστό και από τους Αποστόλους με το πετραχήλι του να τη συγχωρήσει.»


«Η στενοχώρια είναι η πιο μεγάλη αρρώστια, να τη διώχνετε.»

«Στην Εκκλησία βρίσκουμε την υγεία, την παρηγοριά, την ελπίδα και τη σωτηρία της ψυχής μας»
ΠΗΓΗ....http://xristianos.gr/forum/
_________________

Οι αρρώστιες τον σημάδεψαν από νωρίς (2ο μέρος)

Οι αρρώστιες τον σημάδεψαν από νωρίς (2ο μέρος)



Το 1967 τον βρήκανε άλλα. Έκανε πολύ δύσκολη εγχείρηση: βουβωνοκήλης και σκωληκοειδίτιδας με περιτοναϊκή αντίδραση και προβλήματα προστάτη. Υπέφερε πολύ, δεν ήξερε
τι έχει. Σε νοσοκομείο δεν ήθελε να πάει. Μελάνιαζε, κουλουριαζόταν και σφάδαζε από τους πόνους. Ο Κύριλλος τον έβρισκε σε απελπιστική κατάσταση. Δεν μπορούσε να κινηθεί,
σερνόταν. Για να πάει λίγο πιο πέρα, έπεφτε και σερνότανε με τα τέσσερα, μπρούμυτα. Έπαθε φοβερή κρίση και τον μεταφέρανε αναίσθητο στο νοσοκομείο της Χαλκίδας. Εκεί
νομίσανε ότι πρόκειται για απλή σκωληκοειδίτιδα. Δέχτηκε με χίλια παρακάλια, γιατρών και κληρικών, να γίνει η εγχείρηση. Η δυσκολία του οφειλότανε στο ότι δεν ήθελε να βγάλει
τα ρούχα και να δουν οι γιατροί το σώμα του. Το θεωρούσε άκρο εξευτελισμό:
–Θα γίνω θέατρο, πατέρες. Ουδέποτε άνθρωπος με είδε.

Και πράγματι, ήτανε τόσο καθαρός και πρόσεχε τόσο πολύ να μη βλέπει σώμα, ώστε ο ίδιος «ουδέποτε άπλωσε το χέρι του στο σώμα του», όπως έλεγε ο ηγούμενος και καλός
γνώστης Νικόδημος. Ακόμη και τα νήπια που βάπτιζε, τόσα χρόνια, δεν τα κοίταζε ποτέ. Κρατούσε τα μάτια του ψηλά και ομολογούσε με ιερή αφέλεια και καύχηση:
–Δεν είδα ποτέ μου πως είναι τα όργανα των παιδιών.

Του είπανε λοιπόν, ψέματα, ότι δε θα του βγάλουνε τα ρούχα, θα’καναν τάχα μόνο μια τρύπα στο αντερί. Έτσι δέχτηκε να γίνει η εγχείρηση. Τέσσερες του Οκτώβρη περίμενε στο
μικρό θάλαμο για το χειρουργείο. Παρόντες ήταν αρχιμανδρίτες κληρικοί Πολύκαρπος, Νικόδημος, Βασίλειος και κάποιος ακόμα. Ο π. Ιάκωβος προσευχήθηκε πολύ και μεταξύ
άλλων είπε, όπως τα διηγόταν:
–Αν θες, όσιε Δαβίδ μου, να ξαναγυρίσω στο μοναστήρι σου, έλα να με κάνεις καλά… Σ’ ένα τέταρτο πρέπει να είσαι εδώ… Και αν έρθεις, πέρνα σε παρακαλώ να πάρεις και τον
όσιο Ιωάννη… Είναι στο δρόμο σου, θα στρίψεις ένα στενό δεξιά και θα τον βρεις.

Σε λίγα λεπτά, έλεγε με φωνή επίσημη, φτάσανε ο όσιος Δαβίδ (ιδρωμένος μάλιστα, γιατί του είχε ζητήσει να ’ρθει πολύ γρήγορα) και ο όσιος Ιωάννης. Στάθηκε στην πόρτα και
χαιρετώντας του είπανε με λόγια και κινήσεις:
–Εγώ είμαι ο Γέρων Δαβίδ και από εδώ (χειρονομία) ο όσιος Ιωάννης ο Ομολογητής (τονισμένο). Δε μας ζήτησες; ήρθαμε, μην ανησυχείς, θα γίνεις καλά!
Αμέσως κατάλαβε ότι οι παριστάμενοι κληρικοί δεν χαιρέτισαν καν τους δύο Αγίους και διαμαρτυρήθηκε:
–Πατέρες, Δε σηκώνεστε; Δε χαιρετάτε;

Εκείνοι παραξενεύτηκαν και ο Νικόδημος έγινε πιο σαφής:
–Πάει, τα ’χασε ο Ιάκωβος…
Τον πήρανε στο χειρουργείο, τον νάρκωσαν κι έπειτα του βγάλανε ράσο, Αντερί κι εσώρουχα. Πριν τον πιάσει καλά η νάρκωση είδε ν’ανοίγει η πόρτα και να μπαίνουν οι δυο Άγιοι.
Ο χειρούργος Σπ. Καλοχέρης τον άνοιξε κι έμεινε εμβρόντητος. Δεν ήτανε απλή σκωληκοειδίτιδα, μα πολύπλοκη κι επικίνδυνη κατάσταση. Ο ασθενής θα ’πρεπε να είχε πεθάνει.
Εκλογή δεν είχε. Αποφάσισε να ξεκινήσει και ό,τι ήθελε προκύψει. Προέκυψε καλό. Πέτυχε η πολλαπλή εγχείρηση, επέστρεψε ο ασκητής στο κελί. Όποιος πήγαινε να τον ιδεί, του
έλεγε «πόσο καλός χειρούργος είναι ο κύριος Καλοχέρης», για τον οποίο συγχρόνως προσευχότανε να έχει υγεία. Τότε, έχασε την υπομονή του ο Όσιος Ιωάννης και τη Νύχτα
εμφανίστηκε θυμωμένος:
–Ιάκωβε, τι επαινείς συνέχεια το γιατρό; Εγώ σ’ έκανα καλά, εγώ είχα την εντολή να σε χειρουργήσω. Μόνος του ο γιατρός τι μπορούσε να κάνει;

Ο γιατρός Καλοχέρης, αφού περάσανε μερικές ημέρες, πήγε στο Μοναστήρι να ιδεί τον π. Ιάκωβο, στον οποίο και ομολόγησε ότι κατά την πολλαπλή εγχείρηση:
–Ένιωθα ότι το χέρι μου κάποιος το κατευθύνει και τώρα έχω την αίσθηση ότι δεν έκανα εγώ την εγχείρηση…
Η νυχθήμερη εργασία, χειρωνακτική και πνευματική, του δημιούργησε επίσης άσχημη κατάσταση στα πόδια. Έκανε φλεβίτιδα εκτεταμένη. Πονούσε φρικτά και δεν μπορούσε πια
να περπατήσει. Το 1974 τον πήγανε στο νοσοκομείο, το ΝΙΜΙΤΣ, για εγχείρηση. Δέχτηκε, γιατί ερμήνευσε τις δοκιμασίες των εγχειρήσεων ως ειδικό μέτρο του Θεού κι έλεγε:
–Επέτρεψε ο Θεός να πάω στα νοσοκομεία τόσες φορές και να κάνω εγχειρήσεις, για να ταπεινωθώ.

Ετούτη τη φορά έμεινε στο χειρουργείο έξι ώρες και πλέον. Ο χειρούργος Γ. Κορδέλλης χρειάστηκε να κάνει πολύ μεγάλες τομές, διότι οι σάπιες φλέβες ήτανε πολλές.
Εκεί, στο θάλαμο του νοσοκομείου, κατά την ανάρρωση, του εμφανίστηκε η Θεοτόκος για να τον ενθαρρύνει, όπως διηγήθηκε στον επισκέπτη του και πνευματικό του τέκνο
π. Παύλο Ιωάννου.
–Χθες, παιδί μου, σε κάποια στιγμή μπήκε κάποια κυρία, ντυμένη σα νοσοκόμα. Κρατούσε κι ένα παιδάκι στην αγκαλιά της. «Τι κάνεις, πάτερ μου», με ρώτησε. «Τι να κάνω, κυρία
μου, άρρωστος είμαι και στεναχωριέμαι που έχω φύγει από το μοναστήρι μου». Εν τω μεταξύ, παιδί μου, διερωτήθηκα: «εδώ οι νοσοκόμες έχουνε και τα παιδιά τους στο
νοσοκομείο»; Τότε εκείνη μου χαμογέλασε και μου είπε: «μη φοβάσαι, θα γίνεις καλά»: Τη ρώτησα «ποια είσθε σεις, κυρία μου»; Τότε πάλι μου χαμογέλασε χωρίς να μου ειπεί
τίποτε άλλο. Εγώ στράφηκα στον διπλανό ασθενή, να τον ρωτήσω, μήπως ήξερε ποια ήτανε αυτή η κυρία. Κι αυτός, γεμάτος απορία: «για ποια κυρία μιλάτε»; Τότε γύρισα και δεν
είδα κανέναν. Και κατάλαβα, παιδί μου, ότι ήταν η Παναγία μας.

Επέστρεψε στο Μοναστήρι, αλλά πλέον χειρωνακτικά δεν μπορούσε να εργαστεί πολύ. Πολλές ώρες της ημέρας στεκότανε γονατιστός κι εξομολογούσε. Διότι τις περισσότερες
εξομολογήσεις τις δεχότανε, μέχρι το τέλος της ζωής του, γονατιστός.
Σ’ αυτά όλα να προσθέσει κανείς τους φοβερούς ιλίγγους από σύνδρομο αυχενικό. Για να μπορέσει να λειτουργήσει, ν’ αντέξει τους ιλίγγους και τον πόνο των ποδιών, προσευχόταν
στην Παναγία πολύ και στον όσιο Δαβίδ. Έκαναν το θαύμα τους κι έτσι τελείωνε τη Λειτουργία. Κατόπιν άρχιζαν πάλι. Τα ίδια με το ουροποιητικό σύστημα και το πεπτικό. Σε κακό
χάλι ήταν πάντα.

ΠΗΓΗ...... http://xristianos.gr/forum

Οι αρρώστιες τον σημάδεψαν από νωρίς (1ο μέρος)

Οι αρρώστιες τον σημάδεψαν από νωρίς (1ο μέρος)

undefined

Η σκληρή εργασία, οι πολύωρες Ακολουθίες και η καθημερινή αγρυπνία στο κελί του φέρανε αποτέλεσμα. Είχε και την αυστηρή νηστεία, που έφτανε στην ασιτία. Έτσι η εξάντληση
του οργανισμού προχώρησε πολύ. Κάτι που κανονικά θα έπρεπε να είχε γίνει ακόμη νωρίτερα. Και δεν εννοούσε να μειώσει την άσκηση με καμία δύναμη. Όσο οι πνευματικές του
δυνάμεις ήτανε ακμαίες, τόσο επέμενε στην αυστηρή άσκηση. Άλλωστε, σκοπός της άσκησης ήτανε ακριβώς αυτό, να κρατάει τις πνευματικές του δυνάμεις ελεύθερες από την
επήρεια των παθών, των πειρασμών και της ύλης, ώστε να κατευθύνονται ανεμπόδιστα προς το Θεό και να αγιάζονται από αυτόν.

Όμως το σώμα υπέκυψε. Από το 1956 τον πονούσε αφόρητα η μέση του. Για τον πόνο στα πόδια δεν έλεγε τίποτα, γιατί τον υπέφερε. Με τη μέση του όμως ήτανε αδύνατο. Και
πώς να μην πονούσε, αφού 22 ώρες το 24ωρο δεν την ανέπαυε; Είναι ζήτημα εάν ξάπλωνε δύο ώρες τη νύχτα. Δύο γινόσανε οι ώρες της ανάπαυσης, όταν πονούσε πολύ. Και
όταν δε λειτουργούσε. Διότι αν είχε να λειτουργήσει και αν μάλιστα ξημέρωνε μεγάλη γιορτή, Χριστούγεννα, Θεοφάνεια και άλλες, τότε πια δεν κοιμότανε καθόλου. Ούτε και στα
τελευταία του χρόνια, που είχε βηματοδότη στην καρδιά. Πήγαινε από δίπλα ο αδελφός μοναχός και του ’λεγε:
–Κουράστηκες, γέροντα, έλα τώρα να ησυχάσεις λίγο…

Εκείνος απαντούσε:
–Πήγαινε, πάτερ μου, εγώ θα μείνω. Είναι μεγάλη νύχτα σήμερα, δεν είμαι κουρασμένος.
Το πρωί, που σηκωνόσανε όλοι, τον βρίσκανε ακόμη γονατιστό, με το πετραχήλι του, να προσεύχεται.
Τέτοιες ημέρες, μετά την ολονύκτια προσευχή, κατέβαινε στο ναό χωρίς να μιλάει σε κανένα. Ούτε και ήθελε να του μιλάνε, βρισκότανε αλλού και ζούσε σε άλλο κόσμο!

Έτσι, χρειάστηκε για τη μέση του γιατρό. Του έκανε 80 ενέσεις, αλλά το κακό συνέχιζε, θεραπεία δεν έβλεπε. Κυριολεκτικά σερνότανε για τις δουλειές και τις Ακολουθίες.
Το μεσημέρι δεν άντεξε κι έπεσε στο ξυλοκρέβατο, στα σανίδια. Εκεί του εμφανίστηκε ο όσιος Δαβίδ με το πρόσωπο του π. Σπυρίδωνα, φιλοξενούμενου αγιορείτη. Ο Σπυρίδων
τον βοήθησε να σηκωθεί και του είπε: «Ακούμπα τη μέση σου στη δική μου γέρικη μέση». Τον βοήθησε και το ’κανε. Τότε ο Άγιος γύρισε πίσω τα χέρια του κι έπιασε από τη μέση
τον π. Ιάκωβο, που άκουσε τρίξιμο μέσης. Αυτό ήτανε. Ο πόνος χάθηκε. Και ο άγιος τον ρώτησε:
–Ποιος είμαι;

Πήρε την απάντηση: «ο π. Σπυρίδων». Τότε ο άγιος είπε:
–Όχι, με ξέρεις, δε θες να πεις τ’ όνομά μου, κάθεσαι σπίτι μου: Άνοιξε η πόρτα και είδε τον Άγιο να βγαίνει και να κατεβαίνει τις σκάλες.
Το 1964, έπαθε από τις αμυγδαλές του. Πονούσε φοβερά κι έπεφτε στα νεφρά του πύο. Πολλές φορές τον πιάνανε ανυπόφοροι πόνοι στη Λειτουργία και μελάνιαζε ολόκληρος.
Ποτέ όμως δεν έτυχε να διακόψει τη θεία Λειτουργία. Όσο και να υπέφερε, θα την τελείωνε. Το 1962 τον λυπήθηκε ο Θεός κι έστειλε στη Μονή έναν καλό μοναχό, τον Κύριλλο.
Αυτός, που σήμερα είναι ο ηγούμενος της Μονής, παραστάθηκε και βοήθησε όσο μπορούσε τον άρρωστο ασκητή π. Ιάκωβο, του οποίου τα βάσανα τελειωμό δεν είχαν.
ΠΗΓΗ.........http://xristianos.gr/forum

Γέροντας Ιάκωβος - Γυρίζω, και τί να δω;

Γέροντας Ιάκωβος - Γυρίζω, και τί να δω;

undefined

Ο μακαριστός ηγούμενος του όσιου Δαβίδ, γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης (+1991), ζούσε θαυμαστές εμπειρίες σ’ όλες τις ιερές ακολουθίες, μα ιδιαίτερα την ώρα της θείας λειτουργίας.

Όταν λειτουργούσε, έλαμπε από καθαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Συχνά, στη μεγάλη είσοδο ή στην αγία πρόθεση, τον έβλεπαν να μην πατάει στο έδαφος, αλλά να στέκεται και να βαδίζει στον αέρα.
Πολλές φορές αντίκριζε πάνω στην αγία τράπεζα αγγέλους και αρχαγγέλους να κρατούν το Σώμα του Κυρίου.

«Οι άνθρωποι», έλεγε, «είναι τυφλοί και δεν βλέπουν τι γίνεται μέσα στο ναό, στη διάρκεια της θείας λειτουργίας».

Κάποτε λειτουργούσα, αλλά δυσκολευόμουν να ξεκινήσω για τη μεγάλη είσοδο, από τα θαυμαστά που έβλεπαν τα μάτια μου. Ο ψάλτης έλεγε και ξανάλεγε: «Ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι».

Ξαφνικά, νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και να με οδηγεί στην αγία πρόθεση. Νόμισα πως ήταν ο ψάλτης. Απόρησα, πως τόλμησε ο ευλογημένος να κάνει τέτοιαν ασέβεια -να μπει από την
ωραία πύλη και να με σπρώξει. Γυρίζω, και τί να δω! Μια τεράστια φτερούγα, που είχε περάσει ο αρχάγγελος στον ώμο μου, με οδηγούσε να προχωρήσω για τη μεγάλη είσοδο…

Τί γίνεται στο ιερό την ώρα της λειτουργίας! Στο χερουβικό άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν, και συχνά αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν πάνω στους ώμους μου… Μερικές φορές δεν μπορώ
ν’ αντέξω και κάθομαι στη καρέκλα. Οι άλλοι ιερείς νομίζουν πως κάτι έπαθα, δεν νιώθουν όμως αυτά που βλέπω και ακούω. Τί φτερούγισμα, παιδί μου, οι άγγελοι! Και μόλις ο ιερέας πει το «Δι’ ευχών»,
φεύγουν οι ουράνιες δυνάμεις. Τότε μέσα στο ναό απλώνεται απόλυτη ησυχία!».

«Απόψε παιδί μου», αποκάλυψε κάποτε σ’ ένα μοναχό, «συλλειτουργούσα με αγίους και αγγέλους σε θυσιαστήρια που δεν περιγράφονται. Σαν πεθάνω, να πεις πως κάποιος γέροντας συλλειτουργούσε
κάθε νύχτα και συζούσε με την Αγία Τριάδα».

Κάτι ανάλογο του συνέβη και με τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο. Ο π. Ιάκωβος, τελειώνοντας μια φορά την προσκομιδή, ξεκίνησε για την αγία τράπεζα. Βλέπει τότε τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο να
στέκεται δεξιά του, με τις παλάμες τη μια μέσα στην άλλη, όπως συνηθίζουν οι ιερείς να μεταλαβαίνουν το δεσποτικό Σώμα, σαν να ζητούσε κι εκείνος τη δική του μερίδα.

ΠΗΓΗ...... http://xristianos.gr/forum

Γέροντας Ιάκωβος - Ο Γέροντας στην σκήτη του Οσίου Δαβίδ

Γέροντας Ιάκωβος - Ο Γέροντας στην σκήτη του Οσίου Δαβίδ

undefined

«Στα πρώτα χρόνια που ήρθα εδώ στο Μοναστήρι, κύριε Δημήτρη μου, καθώς ήμουνα νέος, υγιής, είχα και όρεξη για δουλειά, εργαζόμουνα σχεδόν όλη την ημέρα
και μόνος, στην Μονή και τα κτήματα. Γιατί οι τρεις Πατέρες -Ευθύμιος, Άνθιμος και Μακάριος- ήταν μεγάλης ηλικίας και φιλάσθενοι.
Ο Ηγούμενος π. Νικόδημος, ήσυχος και καλοκάγαθος άνθρωπος έμενε, τον περισσότερο καιρό, μαζί με την μητέρα του στην Λίμνη της Εύβοιας,
από όπου καταγόταν, και όπου εκτελούσε καθήκοντα εφημερίου. Εγώ όταν τελειώναμε τις ασχολίες μας, έβαζα τους γέροντες να κοιμηθούν στα κελλιά τους,
άνοιγα την εξώπορτα της Μονής, έβγαινα, ξανάκλεινα καλά, χωρίς κανείς να με αντιληφθεί, και ξεκινούσα μόνος για την σκήτη του Οσίου Δαβίδ.
Ήταν μία, περίπου, ώρα δρόμος, αλλά δασικός, χωματόδρομος, σκοτεινός και ανώμαλος για πεζούς και τρακτέρ κατά την ημέρα.
Όταν τον χειμώνα είχε συννεφιά, πίσσα, σκοτάδι, δεν έβλεπες ούτε την μύτη σου. Τα τσοπανόσκυλα, επιθετικά, γαύγιζαν, καραδοκούσαν.
Αλλά, όταν έρχονταν κοντά, τα καλόπιανα, τα χάϊδευα, τους καλομιλούσα κι εκείνα ηρεμούσαν, κουνούσαν την ουρά τους και έγλυφαν τα πόδια μου.
Κρατούσα, όμως, και ένα ραβδί, κυρίως για να παραμερίζω την πυκνή δασική βλάστηση, που γύρω από την σκήτη και σε απόσταση 100 και πλέον μέτρων,
μέχρι τον χωματόδρομο, ήταν πολύ πυκνή, αδιαπέραστη.
Πολλά χειμωνιάτικα βράδυα, με πυκνά σύννεφα δεν έβλεπα τίποτε. Τότε ένα μικρό άστρο έριχνε το φως του μπροστά μου, έβλεπα και περπατούσα άνετα.
Όταν έφθανα στην σκήτη, εξηφανίζετο. Ήταν σημαδιακό…».

undefined
Είσοδος στο ασκητήριον του Οσίου Δαβίδ

Η σκήτη ήταν μια μικρή σπηλιά μέσα σε βράχο, με έδαφος επικλινές και ανώμαλο, επάνω είχε μια μικρή σχισμή που έβγαιναν οι καπνοί και το σχήμα της,
πολύπλευρο, είχε εμβαδόν 5 τ.μ. περίπου. Μέσα είχε μικρές εικόνες, κανδήλια, κεριά διάφορα, καρβουνάκια και λιβάνι. Τον χειμώνα δε και κουβέρτες.

Εκεί άναβε τα κανδήλια και τα κεράκια, θύμιαζε τις εικόνες και προσηύχετο ώρες πολλές. Ήταν οι καλύτερες συνθήκες για προσευχή και επικοινωνία του ανθρώπου
με τον Θεό και τους Αγίους, λόγω ψυχικής ηρεμίας, γαλήνης και απολύτου ησυχίας. Μόνο το κελάρυσμα από τα λίγα νερά που κυλούσαν σ΄ ένα κοντινό ρυάκι
στην βόρεια πλευρά, τον χειμώνα, ακουγότανε ρυθμικά.

Επικαλούμενος δε την ευλογία του Οσίου Δαβίδ διάβαζε νύχτες ολόκληρες ψαλτήρι, ιερές ακολουθίες, κοντάκια και απολυτίκια, που ήξερε απέξω από μικρό παιδί.
Αποστήθιζε ολόκληρα αποσπάσματα με ευκολία, καθώς ήταν νέος (32 ετών). Εκεί έμαθε τους Ψαλμούς «ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε των δυνάμεων.
Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου» (Ψ. 83, 2-3). «Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου
προς σε ο Θεός… πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;» (Ψ. 41, 1-,3). «Προς σε Κύριε, ήρα την ψυχήν μου ο Θεός μου… χρηστός και ευθύς ο Κύριος,
διά τούτο νομοθέτηση αμαρτάνοντας εν οδώ…» (Ψ. 24, 1). Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα…» (Ψ.-10, 8).
«προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ινά μή σαλευθώ…» (Ψ. 15, 8). «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστέρηση• εις τόπον χλόης
εκεί με κατεσκήνωσεν, επί ύδατος αναπαύσεως εξέθρεψέ με…» (Ψ. 22, 1-2), «γεύσασθε και ίδετε, ότι χρηστός ο Κύριος• μακάριος ανήρ, ος ελπίζει εις αυτόν…» (Ψ. 33, 9).


Το εσωτερικό του ασκητηρίου του Οσίου Δαβίδ

Τις μελέτες του δε αυτές συνεπλήρωνε στο κελλί του και το καθολικό της Μονής κατά τις Ιερές Ακολουθίες.
Ορισμένες βραδυές παρουσιαζόντανε, έξαφνα, 100άδες μεγάλοι μαύροι σκορπιοί, σε όλες τις πλευρές της σκήτης και περισσότεροι στην οροφή,
οι οποίοι εκινούντο προς αυτόν. Τότε έκανε εντονότερη προσευχή και τους απωθούσε με το ραβδί του, να μην πλησιάσουν στα πόδια του.
Και δεν επλησίαζαν. Ούτε ποτέ ένας τον κέντρισε. Αλλά όπως αιφνιδίως παρουσιάζοντο, έτσι αιφνιδίως και έξηφανίζοντο. Ήταν πειρασμικοί…

Πριν ακόμη χαράξει, αφού τακτοποιούσε την σκήτη, ξεκινούσε για το Μοναστήρι. Όταν έφτανε εκεί, οι 3 πατέρες ήταν ακόμη στα κελλιά τους
και δεν τον άντιλαμβάνοντο, όπως επεδίωκε.

ΠΗΓΗ...http://xristianos.gr/forum

Φθινοπωρινό πουλάκι τον έλεγε η μάνα του, η κυρά-Δωρούλα, τον Ιάκωβο.

Φθινοπωρινό πουλάκι τον έλεγε η μάνα του, η κυρά-Δωρούλα, τον Ιάκωβο.

undefined

Έτσι αδύνατος κι ασθενικός που ήταν, έμοιαζε περισσότερο μ’ εκείνα τα φθινοπωρινά πουλάκια που, σαν τα βλέπεις, αναρωτιέσαι πώς θ’ αντέξουνε τα πρωτοβρόχια, πώς θα πετάξουν κόντρα στους
πρώτους παγωμένους αγέρηδες, πώς θα σκίσουν με τα φτερά τους εκείνους τους γκρίζους ουρανούς.

Και ήθελε η κυρά-Δωρούλα γερό και δυνατό τον μικρό Ιάκωβο για τα πρώτα του πεταρίσματα στη ζωή. Την ίδια όμως έγνοια είχε και για τις πνευματικές του πτήσεις. Πιο πολύ γι’ αυτά τα φτερουγίσματα ήθελε
ο Ιάκωβος να κάμει γερά φτερά.

Και τώρα, που τον έβλεπε να μεγαλώνει και δειλά ν’ ανοίγει τις φτερούγες του σαν νιόβγαλτο πουλάκι να πετάξει στους δρόμους της γης και τ’ ουρανού, χτύπαγε πιότερο με λαχτάρα η καρδιά της.

Το πρώτο της ζωής του το φτερούγισμα ο Ιάκωβος το έκανε στα εφτά του χρόνια. Κι έφτασε τούτο το πετάρισμα ως του σχολειού τα σκαλοπάτια. Ένα σχολειό ασυνήθιστο που είχε στηθεί για χάρη των
παιδιών μέσα στο μικρό ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, μιας και σχολειό κανονικό στο χωριό τους δεν είχε ακόμη γίνει. Εκεί μάζευε ο δάσκαλος τα παιδιά και τους έκανε το μάθημα.

Το χειμώνα μέσα. Καθισμένοι στα στασίδια της εκκλησιάς, αντάμα μ’ Αγίους κι Αγγέλους να μαθαίνουνε γραφή κι ανάγνωση. Και σαν έμπαινε η άνοιξη, βγαίνανε έξω, στα πεζούλια της αυλής, κάτω απ’ τα
πυκνόφυτα πεύκα που κρύβανε περίτεχνα το μικρό ξωκλήσι του λόφου.

Μεγάλη αγάπη είχε ο Ιάκωβος στο σχολειό του. Μεγάλη όμως αγάπη είχε και στο μικρό εκκλησάκι. Κι έλαχε και σμίξανε τούτες οι δυο αγάπες του και γίνηκαν ένα. Με χαρά, πετώντας, πήγαινε το πρωί στο
ξωκλήσι για να μάθει γράμματα και το απόγευμα για ν’ ανάψει τα καντηλάκια και να προσευχηθεί.

Έφτιαχνε και τα στασίδια, καθάριζε, όπου τύχαινε να πέσουν, και τις σταλαματιές των κεριών από τις πλάκες, μάζευε και τα μαραμένα αγριολούλουδα, που φέρνανε τα παιδιά, από την εικόνα της Αγίας
Παρασκευής, κάνοντας έτσι τόπο την άλλη μέρα να χωρέσουν τα καινούργια.

Και σαν τέλειωνε απ’ όλα ετούτα, στεκόταν μπρος στην Αγία κι έκανε μετάνοιες, όπως είχε δει κρυφά τη μάνα του να κάνει τα βράδια την ώρα που όλοι στο σπίτι κοιμόνταν. Ήξερε και κάποιες μικρές
προσευχές που ντροπαλά σιγοψιθύριζε. Τις πιο πολλές όμως τις έφτιαχνε μόνος, με το νου του. Κι έβανε εκεί μέσα την ψυχή του.

Όλα ετούτα, τους κόπους και τις προσευχές του, τα έβλεπε η Αγία Παρασκευή κι έπαιρνε χαρά μεγάλη. Μήπως νοιαζόταν εκείνη να ζητήσει για προσευχές του νόμου τα γραμμένα από ένα τόσο δα ψιχαλάκι
που ήτανε ο μικρός Ιάκωβος; Μήτε ψαλμούς και κοντάκια ήθελε, μήτε χαιρετισμούς και μεγαλυνάρια, μήτε τροπάρια, αίνους κι εξαποστειλάρια.

Μια στρωτή μετάνοια στηριγμένη πάνω στα παιδικά τα δάχτυλα και έσβηνε μεμιάς των σοφών κοντυλάδων τα προσευχητάρια. Ένας ήχος, ένα ψέλλισμα στης Παναγιάς τ’ όνομα απ’ τα τρυφερά τα χείλη κι
έφτανε για να σιγάσουν φωνές ψαλτάδων γλυκόλαλες.

Γι’ αυτό πήρε και τα θάρρητα η Αγία κι άρχισε σιγά-σιγά να του φανερώνεται. Τη μιαν εκεί, στης εκκλησιάς την πόρτα, την άλλη μέσα στο Ιερό, την τρίτη έξω στον περίβολο να σεργιανίζει, να πλένει τα
καντήλια της, να τακτοποιεί τα πεζούλια.

Και ο Ιάκωβος, όταν την πρωτοαντίκρισε, λογάριασε πως ήτανε τόσο φυσικό ετούτο που γινόταν!

- Μια νοικοκυρά που νοικοκυρεύει το σπίτι της, σκεφτότανε. Όπως ακριβώς έκανε και η μάνα του που, σαν ερχόταν το δειλινό, συγύριζε κι έπλενε τα πιάτα του σπιτιού, μη και μείνουν για την άλλη μέρα
άπλυτα.

Έτσι τ’ ουρανού και της γης τα πράματα είχανε γίνει ένα για τον μικρό Ιάκωβο. Και λέξη σε κανέναν δεν είχε φανερώσει το παιδί απ’ όλα ετούτα, ώσπου μια μέρα τον έκαμε η ανάγκη στη μάνα του όλα να τα
πει…

- Είδες παιδί μου την Αγία Παρασκευή; τον ρώτησε η μάνα του κι απλώνοντας το χέρι πιάστηκε από την κουπαστή της σκάλας μη διπλωθεί και πέσει στα σκαλιά.
- Την είδα στο ξωκλήσι της απέξω, είπε το παιδί λαχανιασμένο απ’ την τρεχάλα.
- Πώς την είδες; Τι συνέβη ακριβώς; Ρώτησε η μάνα βάζοντας γλύκα και μέλι στη φωνή μη και τρομάξει το παιδί απ’ τα ξαφνιάσματά της.
- Να, αποκρίθηκε εκείνο σιγανά, καθώς πλησίαζα στο εκκλησάκι, την είδα να στέκει εκεί, μπρος του. Η Αγία ήταν σαν μοναχή. Όταν με είδε. μου λέει…
«Έλα εδώ, Ιάκωβε, να σου μιλήσω!». Εγώ όμως φοβήθηκα να πλησιάσω.
- «Φοβούμαι να έρθω κοντά σου», της είπα, «πες μου από δω που στέκομαι τι θέλεις να μου πεις!».
- Τότε τι έγινε; τον ρώτησε η μάνα.
- Τότε μου λέει η Αγία… «- Γιατί με φοβάσαι; Εσύ τόσον καιρό έρχεσαι και περιποιείσαι την εκκλησία μου και μου ανάβεις τα καντήλια μου. Ζήτησέ μου τι χάρη θέλεις από μένα! Τι χάρισμα να σου δώσω!».
- Κι εσύ τι της είπες; τον ρώτησε η μάνα του και κατεβαίνοντας αργά τη σκάλα του σπιτιού ήλθε και στάθηκε κοντά του, εκεί στη μέση της αυλής.
- Εγώ…! Δεν ήξερα τι να ζητήσω, είπε ντροπαλά το παιδί, «Να ρωτήσω τη μητέρα μου και θα σου πω!», αυτό της είπα μόνο.

Η κυρά Δωρούλα χαμογέλασε.

- Άκουσε, Ιακωβάκι μου, του είπε. Να ζητήσεις από την Αγία την τύχη σου να σου δώσει. Κατάλαβες; Την τύχη σου, του είπε. και χάθηκε με τούτη την κουβέντα σαν σκιά μέσα στο σπίτι.

Ό,τι του είπε η μάνα του, εκείνο ζήτησε και ο Ιάκωβος την άλλη μέρα το απόγευμα, όταν πήγε και πάλι τρέχοντας στο ξωκλήσι. Και η Αγία του μίλησε εκείνο το δείλι για την τύχη του.
Με όλα ετούτα που έβλεπε η μάνα του, η κυρά-Δωρούλα, χαιρότανε. Κι ο παπα-Θοδόσης, ο παπάς του χωριού, έβλεπε πως τούτο το παιδί δεν ήταν σαν όλα τ’ άλλα. Το έβλεπαν ακόμη και οι χωριανοί κι
αρχίσανε να τον φωνάζουνε με σέβας «παπα-Ιάκωβο». Και δεν το λέγανε για χωρατό, μα το πιστεύανε στ’ αλήθεια πως ο Ιάκωβος μπορεί να πατούσε στη γη, μα βρισκό­τανε στον ουρανό.

Ο παπα-Θοδόσης ερχότανε στη Φαράκλα κάθε δυο εβδομάδες για να λειτουργήσει. Όλο τον υπόλοιπο καιρό έστεκε στο πόδι του ο μικρός παπα-Ιάκωβος για ό,τι έκτακτο και βιαστικό τύχαινε κι ας ήτανε
μόνο εννιά χρονών παιδί.

Αυτόν φωνάζανε οι χωριανοί, όταν αρρωσταίνανε τα ζωντανά να τους διαβάσει μιαν ευχή για να γίνουν καλά. Αυτόν φανίζανε σαν αρρωσταίνανε και οι ίδιοι για να τους σταυρώσει και να γιάνουν.

Τον παπα-Ιάκωβο παίρνανε να τους ρίξει αγιασμό στα θεμέλια του καινούργιου τους σπιτιού, να ραντίσει μ’ αγιονέρι τ’ αμπέλια, σαν τα ’πιανε φυλλοξέρα, να προσευχηθεί να φύγει η ακρίδα απ’ τα σπαρτά.

Ακόμη κι ο παπα-Θοδόσης τον Ιάκωβο κάλεσε για να διαβάσει μιαν ευχούλα, όταν η παπαδιά δεν μπορούσε να γεννήσει τον Βαγγελάκη και κοιλοπονούσε μια βδομάδα.

Τον Ιάκωβο πήγανε κι εκείνη τη μέρα οι μανάδες στο σπίτι του να βρούνε, να πέσουν στα πόδια του, να τον παρακαλέσουν …

- Την ευχή μου να ’χεις παιδάκι μου, Ιάκωβε, και το κακό το περιμέναμε τώρα που είναι άνοιξη, είπε η μάνα του Δημητρού.
- Όπως έρχονται τα χελιδόνια έρχονται κι αυτές οι παιδικές αρρώστιες, είπε με κομμένη την ανάσα η μάνα του Γρηγόρη.
- Και τι έχουν τα παιδιά; ρώτησε ο Ιάκωβος.
- Μαγουλάδες να σε χαρώ, είπε η κυρα-Ζωή.
- Και πρηστήκανε τα μάγουλα τους. συμπλήρωσε η κυρα-Ευτέρπη.
- Ο δικός μου ο Θανάσης απόψε κόντεψε να σκάσει από τον πυρετό, είπε η κυρα-Ματούλα.
- Εάν με αφήσει η μάνα μου, εγώ ευχαρίστως να πάω στη Λίμνη, να φωνάξω το γιατρό, είπε πρόθυμα, συμπονώντας την έγνοια τους ο Ιάκωβος.
- Ποιος γιατρός, μάτια μου; φωνάξανε ταραγμένες μ’ ένα στόμα εκείνες.
- Τέτοια ώρα τέτοια λόγια θα λέμε, Ιάκωβε; Εδώ χάνουμε τα παιδιά μας, είπε η κυρα-Ζωή.
- Για φαντάσου να περίμενε κι ο αδερφός σου το γιατρό από τη Λίμνη, όταν τον δάγκωσε στο χέρι εκείνο το καταραμένο το φίδι στο χωράφι σας, είπε η κυρα-Ματούλα. Μαύρα θα είχε φορεθεί η μάνα σου.
- Βρε γιε μου, μαύρα θέλεις να φορέσουμε κι εμείς; είπε με πόνο η κυρα-Ευτέρπη. Όπως διάβασες τότε μιαν ευχούλα στον αδερφό σου και γίνηκε νερό το δηλητήριο, έτσι διάβασε τώρα και σε τούτα εδώ τ’
αδέρφια σου μιαν ευχή. Γιατί, Ιάκωβε παιδί μου, πώς να το κάνουμε; Αδέρφια είστε όλα. Μαζί μεγαλώνετε, μαζί παίζετε, μαζί πηγαίνετε στο σχολειό.
- Μα τι είναι αυτά που λέτε, ψέλλισε ντροπιασμένο το παιδί. Τι είμαι εγώ για να διαβάζω τις ευχές;
- Εσένα σ’ ακούει ο Θεός, Ιάκωβε μου. Είπε η Ελένη που ήρθε να παρακαλέσει για το Λευτέρη τov αδερφό της και που τόση ώρα καθότανε αμίλητη στη γωνιά. Όλους μας ακούει το ίδιο ο Θεός, είπε ο
Ιάκωβος, έχοντας κολλημένα τα μάτια του στο χώμα. Αγιασμό κι εσείς έχετε στα σπίτια σας ας πιούνε λίγο τα παιδιά …
ΑΠΟ  το βιβλίο «Ήταν κάποτε παιδία»
ΠΗΓΗ.........
_______________http://xristianos.gr/forum